ἀποβλάστημα: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
(Bailly1_1)
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apovlastima
|Transliteration C=apovlastima
|Beta Code=a)pobla/sthma
|Beta Code=a)pobla/sthma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">shoot</b>, <span class="bibl">Thphr. <span class="title">CP</span>1.20.1</span>: metaph., τὸ ἑαυτοῦ ἀ. πᾶς φιλεῖ <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>208b</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, [[shoot]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''CP''1.20.1: metaph., τὸ ἑαυτοῦ ἀ. πᾶς φιλεῖ [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 208b.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[brote]] de una planta, Thphr.<i>CP</i> 1.20.1<br /><b class="num"></b>fig. τὸ [[αὑτοῦ]] [[ἀποβλάστημα]] ... πᾶν τιμᾷ todo ser estima lo que es retoño de sí mismo</i> Pl.<i>Smp</i>.208b<br /><b class="num"></b>en anat. gener. de músculos y nervios, Gal.3.222, 227, 233, 243.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0297.png Seite 297]] τό, Sprößling, Abkömmling, Plat. Conv. 208 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0297.png Seite 297]] τό, Sprößling, Abkömmling, Plat. Conv. 208 b.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />[[pousse]], [[rejeton]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀποβλαστάνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποβλάστημα:''' ατος τό отпрыск, побег Plat.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποβλάστημα''': -ατος, τὸ, βλαστὸς, «βλαστάρι», Πλάτ. Συμπ. 208Β, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 21, 1.
|lstext='''ἀποβλάστημα''': -ατος, τὸ, βλαστὸς, «βλαστάρι», Πλάτ. Συμπ. 208Β, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 21, 1.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ατος (τό) :<br />pousse, rejeton.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποβλαστάνω]].
|mltxt=το (Α [[ἀποβλάστημα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>πληθ.</b> τα αποβλαστήματα ([[κατά]] τη [[θεωρία]] του Δαρβίνου) [[είναι]] αόρατα σωματίδια που παράγονται από τα σωματικά κύτταρα στα διάφορα όργανα, αποχωρίζονται απ' αυτά και συσσωρεύονται με ανάλογα σωματίδια στα γεννητικά κύτταρα<br /><b>2.</b> κύτταρα που συσσωματώνονται για να προφυλάσσονται τα σφουγγάρια απο δυσμενείς καιρικές συνθήκες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βλαστάρι]], [[βλαστός]]<br /><b>2.</b> [[γόνος]], [[τέκνο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποβλάστημα:''' -ατος, τό, [[βλαστός]], [[βλαστάρι]], [[κλαδάκι]], σε Πλάτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[ἀποβλαστάνω]]<br />a [[shoot]], [[scion]], Plat.
}}
}}

Latest revision as of 07:39, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποβλάστημα Medium diacritics: ἀποβλάστημα Low diacritics: αποβλάστημα Capitals: ΑΠΟΒΛΑΣΤΗΜΑ
Transliteration A: apoblástēma Transliteration B: apoblastēma Transliteration C: apovlastima Beta Code: a)pobla/sthma

English (LSJ)

-ατος, τό, shoot, Thphr. CP1.20.1: metaph., τὸ ἑαυτοῦ ἀ. πᾶς φιλεῖ Pl.Smp. 208b.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
brote de una planta, Thphr.CP 1.20.1
fig. τὸ αὑτοῦ ἀποβλάστημα ... πᾶν τιμᾷ todo ser estima lo que es retoño de sí mismo Pl.Smp.208b
en anat. gener. de músculos y nervios, Gal.3.222, 227, 233, 243.

German (Pape)

[Seite 297] τό, Sprößling, Abkömmling, Plat. Conv. 208 b.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
pousse, rejeton.
Étymologie: ἀποβλαστάνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποβλάστημα: ατος τό отпрыск, побег Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποβλάστημα: -ατος, τὸ, βλαστὸς, «βλαστάρι», Πλάτ. Συμπ. 208Β, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 21, 1.

Greek Monolingual

το (Α ἀποβλάστημα)
νεοελλ.
1. πληθ. τα αποβλαστήματα (κατά τη θεωρία του Δαρβίνου) είναι αόρατα σωματίδια που παράγονται από τα σωματικά κύτταρα στα διάφορα όργανα, αποχωρίζονται απ' αυτά και συσσωρεύονται με ανάλογα σωματίδια στα γεννητικά κύτταρα
2. κύτταρα που συσσωματώνονται για να προφυλάσσονται τα σφουγγάρια απο δυσμενείς καιρικές συνθήκες
αρχ.
1. βλαστάρι, βλαστός
2. γόνος, τέκνο.

Greek Monotonic

ἀποβλάστημα: -ατος, τό, βλαστός, βλαστάρι, κλαδάκι, σε Πλάτ.

Middle Liddell

[from ἀποβλαστάνω
a shoot, scion, Plat.