ἀπαρτία: Difference between revisions
οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them
(13_5) |
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apartia | |Transliteration C=apartia | ||
|Beta Code=a)parti/a | |Beta Code=a)parti/a | ||
|Definition=Ion. | |Definition=Ion. [[ἀπαρτίη]], ἡ,<br><span class="bld">A</span> = [[ἀποσκευή]], [[household utensils]], [[movables]], [[chattels]], Hippon.26, [[Theophrastus|Thphr.]] ap. Poll.10.19, [[LXX]] ''Ex.''40.36.<br><span class="bld">2</span> [[spoil]], including captives, ib.''Nu.''31.17,18.<br><span class="bld">II</span> [[public auction]], PStrassb. 59.3 (i B. C.), ''PGnom.''241 (-εία, ii A. D.), Poll. l. c.<br><span class="bld">III</span> <b class="b3">ἀπαρτίαν· μετάβασιν, ἀποσκευήν, τέλος, ἀπαρτισμόν</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. -ίη Hippon.112<br /><b class="num">• Grafía:</b> koiné y tard. graf. -ήα, -εία<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[menaje]], [[ajuar]] ἀκήρατον δὲ τὴν ἀ. ἔχει Hippon.l.c., cf. Thphr. en Poll.10.19<br /><b class="num">•</b>ἀνεζεύγνυσαν ... σὺν τῇ ἀπαρτίᾳ αὐτῶν partieron con sus bagajes o impedimenta</i> del pueblo de Israel en éxodo, [[LXX]] <i>Ex</i>.40.36, cf. <i>Nu</i>.10.12.<br /><b class="num">2</b> [[botín]] esp. de ganado πᾶσαν τὴν ἀπαρτίαν προνομεύσεις σεαυτῷ [[LXX]] <i>De</i>.20.14, καμήλους καὶ ὄνους καὶ ἡμιόνους εἰς τὴν ἀ. αὐτῶν [[LXX]] <i>Iu</i>.2.17<br /><b class="num">•</b>incluyendo tb. cautivos, [[LXX]] <i>Nu</i>.31.17.<br /><b class="num">II</b> [[subasta]] ἀπαρτίαν προέγραψε sacó a subasta</i> Plu.<i>Cic</i>.27, cf. 2.205c, ἀπὸ τῆς ἀπαρτείας <i>BGU</i> 1917.2 (III a.C.), ἐξ ἧς ἐποιήσατο ἀπαρτήας <i>PStras</i>.79.3 (I a.C.), ἀγοράζειν τι ἐξ ἀπαρτείας <i>PGnom</i>.241, cf. Poll.10.19.<br /><b class="num">III</b> <b class="num">1</b>[[marcha]], [[partida]] Cosm.Ind.<i>Top</i>.5.30.<br /><b class="num">2</b> ἀπαρτίαν· μετάβασιν, ἀποσκευήν, τέλος, ἀπαρτισμόν Hsch. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0281.png Seite 281]] ἡ, 1) nach VLL. [[ἀποσκευή]] u. [[ἔπιπλα]] (vielleicht dann ἀπάρτια zu schreiben), Hausrath, bes. (von [[ἀπαίρω]]?) das Reisegepäck, LXX; Poll. erkl. es τὰ κοῦφα σκεύη, als ion. W. – 2) öffentliche Versteigerung, zur Zeit des Poll. der übliche Ausdruck, vgl. 10, 18. 19, aus Hippon. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0281.png Seite 281]] ἡ, 1) nach VLL. [[ἀποσκευή]] u. [[ἔπιπλα]] (vielleicht dann ἀπάρτια zu schreiben), Hausrath, bes. (von [[ἀπαίρω]]?) das Reisegepäck, LXX; Poll. erkl. es τὰ κοῦφα σκεύη, als ion. W. – 2) öffentliche Versteigerung, zur Zeit des Poll. der übliche Ausdruck, vgl. 10, 18. 19, aus Hippon. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀπαρτία''': ἡ, [[ἀποσκευή]], οἰκιακὰ σκεύη, κινητὰ πράγματα, [[ἔπιπλα]], ἀκήρατον δὲ τὴν ἀπαρτίαν ἔχει Ἱππῶναξ (70), καὶ Θεόφρ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 19. ΙΙ. δημόσια [[πρᾶσις]], [[πώλησις]], δημοπρασία, «εἴποις δ’ ἂν τὴν πρᾶσιν τῶν ἐπίπλων τὴν ὑπὸ κήρυκι γινομένην, ἥν νῦν ἀπαρτίαν καλοῦσιν, ἀγορὰν» κτλ. Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. [[ἀπάρτιον]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ἀπαρτία]] κ. ιων. -ίη)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[ελάχιστος]] απαιτούμενος [[αριθμός]] προσώπων σε [[συνεδρίαση]] νομικού προσώπου δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου για την έγκυρη [[λήψη]] απόφασης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> οικιακά σκεύη, κινητή [[περιουσία]]<br /><b>2.</b> η [[λεία]] του πολέμου, τα [[λάφυρα]]<br /><b>3.</b> [[δημοπρασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>αρτία</i>, θηλ. του επιθ. [[άρτιος]]]. | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[πλήρης]] ὀμάδα). Ἀπό τό [[ἀπαρτί]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:42, 2 November 2024
English (LSJ)
Ion. ἀπαρτίη, ἡ,
A = ἀποσκευή, household utensils, movables, chattels, Hippon.26, Thphr. ap. Poll.10.19, LXX Ex.40.36.
2 spoil, including captives, ib.Nu.31.17,18.
II public auction, PStrassb. 59.3 (i B. C.), PGnom.241 (-εία, ii A. D.), Poll. l. c.
III ἀπαρτίαν· μετάβασιν, ἀποσκευήν, τέλος, ἀπαρτισμόν, Hsch.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hippon.112
• Grafía: koiné y tard. graf. -ήα, -εία
I 1menaje, ajuar ἀκήρατον δὲ τὴν ἀ. ἔχει Hippon.l.c., cf. Thphr. en Poll.10.19
•ἀνεζεύγνυσαν ... σὺν τῇ ἀπαρτίᾳ αὐτῶν partieron con sus bagajes o impedimenta del pueblo de Israel en éxodo, LXX Ex.40.36, cf. Nu.10.12.
2 botín esp. de ganado πᾶσαν τὴν ἀπαρτίαν προνομεύσεις σεαυτῷ LXX De.20.14, καμήλους καὶ ὄνους καὶ ἡμιόνους εἰς τὴν ἀ. αὐτῶν LXX Iu.2.17
•incluyendo tb. cautivos, LXX Nu.31.17.
II subasta ἀπαρτίαν προέγραψε sacó a subasta Plu.Cic.27, cf. 2.205c, ἀπὸ τῆς ἀπαρτείας BGU 1917.2 (III a.C.), ἐξ ἧς ἐποιήσατο ἀπαρτήας PStras.79.3 (I a.C.), ἀγοράζειν τι ἐξ ἀπαρτείας PGnom.241, cf. Poll.10.19.
III 1marcha, partida Cosm.Ind.Top.5.30.
2 ἀπαρτίαν· μετάβασιν, ἀποσκευήν, τέλος, ἀπαρτισμόν Hsch.
German (Pape)
[Seite 281] ἡ, 1) nach VLL. ἀποσκευή u. ἔπιπλα (vielleicht dann ἀπάρτια zu schreiben), Hausrath, bes. (von ἀπαίρω?) das Reisegepäck, LXX; Poll. erkl. es τὰ κοῦφα σκεύη, als ion. W. – 2) öffentliche Versteigerung, zur Zeit des Poll. der übliche Ausdruck, vgl. 10, 18. 19, aus Hippon.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρτία: ἡ, ἀποσκευή, οἰκιακὰ σκεύη, κινητὰ πράγματα, ἔπιπλα, ἀκήρατον δὲ τὴν ἀπαρτίαν ἔχει Ἱππῶναξ (70), καὶ Θεόφρ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 19. ΙΙ. δημόσια πρᾶσις, πώλησις, δημοπρασία, «εἴποις δ’ ἂν τὴν πρᾶσιν τῶν ἐπίπλων τὴν ὑπὸ κήρυκι γινομένην, ἥν νῦν ἀπαρτίαν καλοῦσιν, ἀγορὰν» κτλ. Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. ἀπάρτιον.
Greek Monolingual
η (Α ἀπαρτία κ. ιων. -ίη)
νεοελλ.
ο ελάχιστος απαιτούμενος αριθμός προσώπων σε συνεδρίαση νομικού προσώπου δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου για την έγκυρη λήψη απόφασης
αρχ.
1. οικιακά σκεύη, κινητή περιουσία
2. η λεία του πολέμου, τα λάφυρα
3. δημοπρασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + αρτία, θηλ. του επιθ. άρτιος].
Mantoulidis Etymological
(=πλήρης ὀμάδα). Ἀπό τό ἀπαρτί, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.