ὁμορέω: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "τινι" to "τινι")
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omoreo
|Transliteration C=omoreo
|Beta Code=o(more/w
|Beta Code=o(more/w
|Definition=Ion. ὁμουρέω (also <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[PLond ined]].<span class="bibl">2850.26</span> (ii B.C.)), [[to be]] <b class="b3">ὅμορος</b>, [[border upon]], [[march with]], [οἱ Κελτοὶ] ὁμουρέουσι Κυνησίοισι <span class="bibl">Hdt.2.33</span>, cf. <span class="bibl">7.123</span>, <span class="bibl">Hecat.163</span>, <span class="bibl">204</span>, <span class="bibl">207</span> J., etc. ; χωρίοις ὁμορεῖν Plu. 2.292d, etc. : abs., <b class="b3">τὰ ὁμοροῦντα τοῦ ἀέρος</b> [[adjacent]] portions... <span class="bibl">Epicur. <span class="title">Ep.</span>2p.51U.</span> (but οἱ -οῦντες [[neighbours]], [[Sent]]. <span class="bibl">40</span>) ; -οῦσα γῆ <span class="bibl"><span class="title">PAmh.</span> 2.68.56</span>(i A. D.), cf. <span class="title">PLond.</span>l.c. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">cohabit, have intercourse with</b>, <b class="b3">ὅπως ἄλλοισιν ὁμουρέῃ</b>, of a woman, Perict. ap. Stob.4.28.19. (Written with ρρ, ὁμορροῦντα <span class="title">SIG</span>1044.16 (Halic., iv/iii B. C.).)</span>
|Definition=Ion. [[ὁμουρέω]] (also<br><span class="bld">A</span> ''PLond ined''.2850.26 (ii B.C.)), to [[be]] [[ὅμορος]], [[border upon]], [[march with]], [οἱ Κελτοὶ] ὁμουρέουσι Κυνησίοισι [[Herodotus|Hdt.]]2.33, cf. 7.123, Hecat.163, 204, 207 J., etc.; χωρίοις ὁμορεῖν Plu. 2.292d, etc.: abs., <b class="b3">τὰ ὁμοροῦντα τοῦ ἀέρος</b> [[adjacent]] portions... Epicur. ''Ep.''2p.51U. (but οἱ -οῦντες [[neighbours]], [[Sent]]. 40); -οῦσα γῆ ''PAmh.'' 2.68.56(i A. D.), cf. ''PLond.''l.c.<br><span class="bld">II</span> [[cohabit]], [[have intercourse with]], <b class="b3">ὅπως ἄλλοισιν ὁμουρέῃ</b>, of a woman, Perict. ap. Stob.4.28.19. (Written with ρρ, ὁμορροῦντα ''SIG''1044.16 (Halic., iv/iii B. C.).)
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0339.png Seite 339]] ion. [[ὁμουρέω]], angränzen, Gränznachbar sein, τινί, Plut. u. a. Sp., wie Hdn. 6, 7, 5, τὰ Ἰλλυρικὰ ἔθνη ὁμοροῦντα καὶ γειτνιῶντα Ἰταλίᾳ.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0339.png Seite 339]] ion. [[ὁμουρέω]], angränzen, Gränznachbar sein, τινί, Plut. u. a. Sp., wie Hdn. 6, 7, 5, τὰ Ἰλλυρικὰ ἔθνη ὁμοροῦντα καὶ γειτνιῶντα Ἰταλίᾳ.
}}
{{bailly
|btext=[[ὁμορῶ]] :<br />[[confiner]], [[être limitrophe de]], τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ὅμορος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμορέω:''' ион. [[ὁμουρέω]] граничить (τινι Her.; χωρίοις Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμορέω''': Ἰων. [[ὁμουρέω]], εἶμαι [[ὅμορος]], [[γειτνιάζω]], συνορεύω, [οἱ Κελτοὶ] ὁμουρέουσι Κυνησίοισι Ἡρόδ. 2. 33, πρβλ. 7. 123, [[Ἑκαταῖος]] 135, κτλ.· χωρίοις ὁμορεῖν Πλούτ. 2. 292D, κτλ. ΙΙ. ὁ Ἰων. [[τύπος]] μνημονεύεται ἐκ τοῦ Στοβ. ὡς τῷ [[πλησιάζω]], ἐπὶ αἰσχρῶν γυναικῶν. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὁμοροῦσα γειτνιῶσα. πλησιάζουσα».
|lstext='''ὁμορέω''': Ἰων. [[ὁμουρέω]], εἶμαι [[ὅμορος]], [[γειτνιάζω]], συνορεύω, [οἱ Κελτοὶ] ὁμουρέουσι Κυνησίοισι Ἡρόδ. 2. 33, πρβλ. 7. 123, [[Ἑκαταῖος]] 135, κτλ.· χωρίοις ὁμορεῖν Πλούτ. 2. 292D, κτλ. ΙΙ. ὁ Ἰων. [[τύπος]] μνημονεύεται ἐκ τοῦ Στοβ. ὡς τῷ [[πλησιάζω]], ἐπὶ αἰσχρῶν γυναικῶν. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὁμοροῦσα γειτνιῶσα. πλησιάζουσα».
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />confiner, être limitrophe de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ὅμορος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁμορέω]] και ιων. τ. [[ὁμουρέω]] (Α) [[όμορος]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] όμορος, έχω κοινά [[σύνορα]] με κάποιον, [[συνορεύω]], [[γειτνιάζω]]<br /><b>2.</b> (στον ιων. τ.) (για [[γυναίκα]]) [[πλησιάζω]] κάποιον με ερωτική [[διάθεση]] ή [[συγκατοικώ]] [[παράνομα]] με ερωμένο, [[συζώ]]<br /><b>3.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οἱ ὁμοροῡντες</i><br />οι γείτονες.
|mltxt=[[ὁμορέω]] και ιων. τ. [[ὁμουρέω]] (Α) [[όμορος]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] όμορος, έχω κοινά [[σύνορα]] με κάποιον, [[συνορεύω]], [[γειτνιάζω]]<br /><b>2.</b> (στον ιων. τ.) (για [[γυναίκα]]) [[πλησιάζω]] κάποιον με ερωτική [[διάθεση]] ή [[συγκατοικώ]] [[παράνομα]] με ερωμένο, [[συζώ]]<br /><b>3.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οἱ ὁμοροῦν
τες</i><br />οι γείτονες.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμορέω:''' Ιων. [[ὁμουρέω]], μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συνορεύω]], βρίσκομαι [[επάνω]] στα [[σύνορα]], [[γειτνιάζω]] (<i>οἱ Κελτοὶ</i>) <i>ὁμουρέουσι Κυνησίοισι</i>, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ὁμορέω:''' Ιων. [[ὁμουρέω]], μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συνορεύω]], βρίσκομαι [[επάνω]] στα [[σύνορα]], [[γειτνιάζω]] (<i>οἱ Κελτοὶ</i>) <i>ὁμουρέουσι Κυνησίοισι</i>, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμορέω:''' ион. [[ὁμουρέω]] граничить (τινι Her.; χωρίοις Plat.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὁμορέω]],<br />ionic [[ὁμουρέω]], fut. -ήσω to [[border]] [[upon]], [[march]] with, [οἱ Κελτοὶ] ὁμουρέουσι Κυνησίοισι Hdt. [from [[ὅμορος]]
|mdlsjtxt=[[ὁμορέω]],<br />ionic [[ὁμουρέω]], fut. -ήσω to [[border]] [[upon]], [[march]] with, [οἱ Κελτοὶ] ὁμουρέουσι Κυνησίοισι Hdt. [from [[ὅμορος]]
}}
}}

Latest revision as of 16:59, 5 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμορέω Medium diacritics: ὁμορέω Low diacritics: ομορέω Capitals: ΟΜΟΡΕΩ
Transliteration A: homoréō Transliteration B: homoreō Transliteration C: omoreo Beta Code: o(more/w

English (LSJ)

Ion. ὁμουρέω (also
A PLond ined.2850.26 (ii B.C.)), to be ὅμορος, border upon, march with, [οἱ Κελτοὶ] ὁμουρέουσι Κυνησίοισι Hdt.2.33, cf. 7.123, Hecat.163, 204, 207 J., etc.; χωρίοις ὁμορεῖν Plu. 2.292d, etc.: abs., τὰ ὁμοροῦντα τοῦ ἀέρος adjacent portions... Epicur. Ep.2p.51U. (but οἱ -οῦντες neighbours, Sent. 40); -οῦσα γῆ PAmh. 2.68.56(i A. D.), cf. PLond.l.c.
II cohabit, have intercourse with, ὅπως ἄλλοισιν ὁμουρέῃ, of a woman, Perict. ap. Stob.4.28.19. (Written with ρρ, ὁμορροῦντα SIG1044.16 (Halic., iv/iii B. C.).)

German (Pape)

[Seite 339] ion. ὁμουρέω, angränzen, Gränznachbar sein, τινί, Plut. u. a. Sp., wie Hdn. 6, 7, 5, τὰ Ἰλλυρικὰ ἔθνη ὁμοροῦντα καὶ γειτνιῶντα Ἰταλίᾳ.

French (Bailly abrégé)

ὁμορῶ :
confiner, être limitrophe de, τινι.
Étymologie: ὅμορος.

Russian (Dvoretsky)

ὁμορέω: ион. ὁμουρέω граничить (τινι Her.; χωρίοις Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμορέω: Ἰων. ὁμουρέω, εἶμαι ὅμορος, γειτνιάζω, συνορεύω, [οἱ Κελτοὶ] ὁμουρέουσι Κυνησίοισι Ἡρόδ. 2. 33, πρβλ. 7. 123, Ἑκαταῖος 135, κτλ.· χωρίοις ὁμορεῖν Πλούτ. 2. 292D, κτλ. ΙΙ. ὁ Ἰων. τύπος μνημονεύεται ἐκ τοῦ Στοβ. ὡς τῷ πλησιάζω, ἐπὶ αἰσχρῶν γυναικῶν. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὁμοροῦσα γειτνιῶσα. πλησιάζουσα».

Greek Monolingual

ὁμορέω και ιων. τ. ὁμουρέω (Α) όμορος
1. είμαι όμορος, έχω κοινά σύνορα με κάποιον, συνορεύω, γειτνιάζω
2. (στον ιων. τ.) (για γυναίκα) πλησιάζω κάποιον με ερωτική διάθεση ή συγκατοικώ παράνομα με ερωμένο, συζώ
3. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ ὁμοροῦν τες
οι γείτονες.

Greek Monotonic

ὁμορέω: Ιων. ὁμουρέω, μέλ. -ήσω, συνορεύω, βρίσκομαι επάνω στα σύνορα, γειτνιάζω (οἱ Κελτοὶ) ὁμουρέουσι Κυνησίοισι, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ὁμορέω,
ionic ὁμουρέω, fut. -ήσω to border upon, march with, [οἱ Κελτοὶ] ὁμουρέουσι Κυνησίοισι Hdt. [from ὅμορος