παρομαρτέω: Difference between revisions
ἀνδρῶν γὰρ σωφρόνων μέν ἐστιν, εἰ μὴ ἀδικοῖντο, ἡσυχάζειν → for it is the part of prudent men to remain quiet if they should not be wronged
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "τινι" to "τινι") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=[[παρομαρτῶ]] :<br />[[accompagner]], [[escorter]], τινι.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ὁμαρτέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Latest revision as of 17:02, 5 November 2024
English (LSJ)
accompany, Plu.Ant.26, Aret.SA2.2, Jul.Caes.312c, etc.; πρεσβύτῃ χαλεπὰ π. Junc. ap. Stob.4.50.85; ἡ γοητεία προηγεῖται καὶ ἡ ἀναισχυντία π. Luc. Tim.55, cf. Im.9, Porph.Abst.2.49, CPHerm. 6.15 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 526] begleiten, von den VLL. παρακολουθέω erkl.; Plut. Anton. 26 u. öfter; ἡ γοητεία προηγεῖται καὶ ἡ ἀναισχυντία παρομαρτεῖ, Luc. Tim. 55.
French (Bailly abrégé)
παρομαρτῶ :
accompagner, escorter, τινι.
Étymologie: παρά, ὁμαρτέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-ομαρτέω begeleiden; overdr., abs.. ἡ ἀναισχυντία παρομαρτεῖ schaamteloosheid is haar begeleidster Luc. 25.55.
Russian (Dvoretsky)
παρομαρτέω: сопровождать, провожать (ἑκατέρωθεν Plut.): ἡ γοητεία προηγεῖται καὶ ἀναισχυντία παρομαρτεῖ Luc. (у лжеца) обман идет впереди, а бесстыдство (его) сопровождает.
Greek Monotonic
παρομαρτέω: μέλ. -ήσω, συντροφεύω, σε Πλούτ., Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
παρομαρτέω: συνοδεύω, παρακολουθῶ, Πλουτ. Ἀντών. 26, κτλ.· ἡ γοητεία προηγεῖται καὶ ἀναισχυντία παρ. Λουκ. Τίμ. 55, πρβλ. Εἰκόνας 9.
Middle Liddell
fut. ήσω
to accompany, Plut., Luc.