ὑπεξανίσταμαι: Difference between revisions
Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge
(c1) |
m (Text replacement - "τινι" to "τινι") |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypeksanistamai | |Transliteration C=ypeksanistamai | ||
|Beta Code=u(pecani/stamai | |Beta Code=u(pecani/stamai | ||
|Definition=aor. 2 | |Definition=aor. 2 -ανέστην, [[arise]], διαβολὴ ὑ. Plu.''Cam.'' 22, cf. Luc.''Merc.Cond.''39; <b class="b3">ὑ. τινί</b> [[rise as a mark of respect for]]... Id.''Demon.''63, Plu.''Lyc.''20, etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1187.png Seite 1187]] (s. [[ἵστημι]]), = [[ὑπανίσταμαι]], παριόντι Luc. Demon. 63. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1187.png Seite 1187]] (s. [[ἵστημι]]), = [[ὑπανίσταμαι]], παριόντι Luc. Demon. 63. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ὑπεξαναστήσομαι, <i>ao.2</i> ὑπεξανέστην, <i>etc.</i><br />[[se lever pour faire place à]], τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], ἐξανίσταμαι. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπεξανίσταμαι:''' [[вставать]], [[уступая место]] (τινι Plut., Luc. и πρός τινι Luc.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὑπεξανίσταμαι''': [[ὑπανίσταμαι]], Πλουτ. Πύρρ. 11, κλπ.· [[πρός]] τινι Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 39· ὑπεξανίσταμαί τινι, προσηκώνομαι ἢ [[κάμνω]] τόπον εἴς τινα, Λουκ. Δημώνακτ. Βίος 63 Πλουτ. Λυκοῦργ. 20, κλπ. - Ἴδε Κόντου Παρατηρ. εἰς Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 188. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[ἐξανίσταμαι]]<br /><b>1.</b> εξεγείρομαι, [[εξορμώ]] («[[Πύρρος]] δὲ τούτοις ἅμα ὑπεξαναστὰς ἐπὶ Βέρροιαν ἤλαυνε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (με δοτ.) σηκώνομαι ή [[παραμερίζω]] [[μπροστά]] σε κάποιον σε [[ένδειξη]] σεβασμού («ὑπεξαναοτῆναι πρεσβυτέρῳ», <b>Πλούτ.</b>). | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπεξανίσταμαι:''' = [[ὑπανίσταμαι]], σε Πλούτ., Λουκ.· <i>ὑπεξανίσταμαί τινι</i>, σηκώνομαι και κάνω χώρο για κάποιον, σε Πλούτ., Λουκ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt== [[ὑπανίσταμαι]], Plut., Luc.]<br />ὑπ. τινι to [[rise]] and make [[room]] for him, Plut., Luc. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:03, 5 November 2024
English (LSJ)
aor. 2 -ανέστην, arise, διαβολὴ ὑ. Plu.Cam. 22, cf. Luc.Merc.Cond.39; ὑ. τινί rise as a mark of respect for... Id.Demon.63, Plu.Lyc.20, etc.
German (Pape)
[Seite 1187] (s. ἵστημι), = ὑπανίσταμαι, παριόντι Luc. Demon. 63.
French (Bailly abrégé)
f. ὑπεξαναστήσομαι, ao.2 ὑπεξανέστην, etc.
se lever pour faire place à, τινι.
Étymologie: ὑπό, ἐξανίσταμαι.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεξανίσταμαι: вставать, уступая место (τινι Plut., Luc. и πρός τινι Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεξανίσταμαι: ὑπανίσταμαι, Πλουτ. Πύρρ. 11, κλπ.· πρός τινι Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 39· ὑπεξανίσταμαί τινι, προσηκώνομαι ἢ κάμνω τόπον εἴς τινα, Λουκ. Δημώνακτ. Βίος 63 Πλουτ. Λυκοῦργ. 20, κλπ. - Ἴδε Κόντου Παρατηρ. εἰς Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 188.
Greek Monolingual
Α ἐξανίσταμαι
1. εξεγείρομαι, εξορμώ («Πύρρος δὲ τούτοις ἅμα ὑπεξαναστὰς ἐπὶ Βέρροιαν ἤλαυνε», Πλούτ.)
2. (με δοτ.) σηκώνομαι ή παραμερίζω μπροστά σε κάποιον σε ένδειξη σεβασμού («ὑπεξαναοτῆναι πρεσβυτέρῳ», Πλούτ.).
Greek Monotonic
ὑπεξανίσταμαι: = ὑπανίσταμαι, σε Πλούτ., Λουκ.· ὑπεξανίσταμαί τινι, σηκώνομαι και κάνω χώρο για κάποιον, σε Πλούτ., Λουκ.
Middle Liddell
= ὑπανίσταμαι, Plut., Luc.]
ὑπ. τινι to rise and make room for him, Plut., Luc.