τυμβίτης: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=τυμβίτης
|Full diacritics=τυμβῑ́της
|Medium diacritics=τυμβίτης
|Medium diacritics=τυμβίτης
|Low diacritics=τυμβίτης
|Low diacritics=τυμβίτης
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tymvitis
|Transliteration C=tymvitis
|Beta Code=tumbi/ths
|Beta Code=tumbi/ths
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[on]] or [[at the grave]], λᾶας <span class="title">AP</span>7.198 (Leon.).</span>
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, [[on the grave]] or [[at the grave]], λᾶας ''AP''7.198 (Leon.).
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m;<br />[[sépulcral]], [[funéraire]]; c.</i> [[τυμβεῖος]].<br />'''Étymologie:''' [[τύμβος]].
}}
{{elnl
|elnltext=τυμβίτης -ου [τύμβος] [[graf-]]:. λᾶας ὁ τυμβίτης [[de grafsteen]] AP 7.198.2.
}}
{{pape
|ptext=ὁ, fem. [[τυμβῖτις]], <i>[[im Grabe]], [[am Grabe]]</i>, [[λᾶας]], <i>[[Grabstein]]</i>, Leon.Tar. 65 (VII.198).
}}
{{elru
|elrutext='''τυμβίτης:''' ου (ῑ) adj. m [[намогильный]], [[могильный]] ([[λᾶας]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τυμβίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, ὁ τοῦ τύμβου, [[μνηματίτης]], [[λᾶας]] Ἀνθ. Π. 7. 198.
|lstext='''τυμβίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, ὁ τοῦ τύμβου, [[μνηματίτης]], [[λᾶας]] Ἀνθ. Π. 7. 198.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m;<br />c.</i> [[τυμβεῖος]].<br />'''Étymologie:''' [[τύμβος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και δ. τ. [[τυμβείτης]], ὁ, Α<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύμβο ή αυτός που γίνεται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] κηδείας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύμβος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>ὀνυχ</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=και δ. τ. [[τυμβείτης]], ὁ, Α<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύμβο ή αυτός που γίνεται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] κηδείας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύμβος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[ὀνυχίτης]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τυμβίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[τύμβος]]), αυτός που είναι μέσα σε τάφο ή κοντά σε αυτόν, σε Ανθ.
|lsmtext='''τυμβίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[τύμβος]]), αυτός που είναι μέσα σε τάφο ή κοντά σε αυτόν, σε Ανθ.
}}
{{elnl
|elnltext=τυμβίτης -ου [τύμβος] graf-:. λᾶας ὁ τυμβίτης de grafsteen AP 7.198.2.
}}
{{elru
|elrutext='''τυμβίτης:''' ου (ῑ) adj. m (на)могильный ([[λᾶας]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τυμβί¯της, ου, ὁ, [[τύμβος]]<br />in or at the [[grave]], Anth.
|mdlsjtxt=τυμβῑ́της, ου, ὁ, [[τύμβος]]<br />in or at the [[grave]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 18:09, 6 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυμβῑ́της Medium diacritics: τυμβίτης Low diacritics: τυμβίτης Capitals: ΤΥΜΒΙΤΗΣ
Transliteration A: tymbítēs Transliteration B: tymbitēs Transliteration C: tymvitis Beta Code: tumbi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, on the grave or at the grave, λᾶας AP7.198 (Leon.).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m;
sépulcral, funéraire; c.
τυμβεῖος.
Étymologie: τύμβος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυμβίτης -ου [τύμβος] graf-:. λᾶας ὁ τυμβίτης de grafsteen AP 7.198.2.

German (Pape)

ὁ, fem. τυμβῖτις, im Grabe, am Grabe, λᾶας, Grabstein, Leon.Tar. 65 (VII.198).

Russian (Dvoretsky)

τυμβίτης: ου (ῑ) adj. m намогильный, могильный (λᾶας Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τυμβίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ τοῦ τύμβου, μνηματίτης, λᾶας Ἀνθ. Π. 7. 198.

Greek Monolingual

και δ. τ. τυμβείτης, ὁ, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύμβο ή αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια κηδείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. ὀνυχίτης)].

Greek Monotonic

τυμβίτης: [ῑ], -ου, ὁ (τύμβος), αυτός που είναι μέσα σε τάφο ή κοντά σε αυτόν, σε Ανθ.

Middle Liddell

τυμβῑ́της, ου, ὁ, τύμβος
in or at the grave, Anth.