θυμίασις: Difference between revisions
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
(6_8) |
m (Text replacement - "ἀποθείωσις, ἀποκαπνισμός, ἐγκάπνισμα, θυμίαμα, θυμίασις, περιθείωμα, περιθείωσις, ὑπατμισμός, ὑποθυμίαμα, ὑποθυμίασις, ὑποθυμίησις, ὑποκάπνισμα, ὑποκαπνισμός;" to "ἀποθείωσις, ἀποκαπνισμός, ἐγκάπνισμα, θυμίαμα, θυμίημα, θυμίασις, περιθείωμα, περιθείωσις, ὑπατμισμός, ὑποθυμίαμα, ὑποθυμίημα, ὑποθυμίασις, ὑποθυμίησις, ὑποκάπνισμα, ὑποκαπνισμός;") |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thymiasis | |Transliteration C=thymiasis | ||
|Beta Code=qumi/asis | |Beta Code=qumi/asis | ||
|Definition=εως, ἡ, < | |Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[fumigating]], Dsc.1.98, Antyll. ap. Orib.10.19.1.<br><span class="bld">II</span> [[passing off in fumes]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''387a30; τῶν ἀπὸ γῆς Porph.''Abst.''2.5. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θῡμίᾱσις''': -εως, ἡ, τὸ θυμίασμα, Διοσκ. 1. 129. ΙΙ. [[ἀναθυμίασις]], [[ἐξάτμισις]], Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 26. | |lstext='''θῡμίᾱσις''': -εως, ἡ, τὸ θυμίασμα, Διοσκ. 1. 129. ΙΙ. [[ἀναθυμίασις]], [[ἐξάτμισις]], Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 26. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θῡμίᾱσις:''' εως ἡ [[выкуривание]], [[курение]], [[испарение]] (ὑπὸ θερμοῦ Arst.). | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[fumigation]]=== | |||
Catalan: fumigació; Greek: [[υποκαπνισμός]], [[καπνισμός]]; Ancient Greek: [[ἀποθείωσις]], [[ἀποκαπνισμός]], [[ἐγκάπνισμα]], [[θυμίαμα]], [[θυμίημα]], [[θυμίασις]], [[περιθείωμα]], [[περιθείωσις]], [[ὑπατμισμός]], [[ὑποθυμίαμα]], [[ὑποθυμίημα]], [[ὑποθυμίασις]], [[ὑποθυμίησις]], [[ὑποκάπνισμα]], [[ὑποκαπνισμός]]; Esperanto: fumigacio; Finnish: savustus, höyrytys; Korean: 훈증(熏蒸); Latin: [[suffitio]], [[fumigatio]]; Persian: تدخین; Portuguese: [[fumigação]]; Spanish: [[fumigación]]; Tagalog: luop, pagluluop, sangasaw | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:14, 7 November 2024
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A fumigating, Dsc.1.98, Antyll. ap. Orib.10.19.1.
II passing off in fumes, Arist.Mete.387a30; τῶν ἀπὸ γῆς Porph.Abst.2.5.
German (Pape)
[Seite 1223] ἡ, das Räuchern, Diosc.; – das Verdampfen, Arist. Meteorl. 4, 9 ἡ ὑπὸ θερμοῦ καυστικοῦ κοινὴ ἔκκρισις ξηροῦ καὶ ὑγροῦ.
Greek (Liddell-Scott)
θῡμίᾱσις: -εως, ἡ, τὸ θυμίασμα, Διοσκ. 1. 129. ΙΙ. ἀναθυμίασις, ἐξάτμισις, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 26.
Russian (Dvoretsky)
θῡμίᾱσις: εως ἡ выкуривание, курение, испарение (ὑπὸ θερμοῦ Arst.).
Translations
fumigation
Catalan: fumigació; Greek: υποκαπνισμός, καπνισμός; Ancient Greek: ἀποθείωσις, ἀποκαπνισμός, ἐγκάπνισμα, θυμίαμα, θυμίημα, θυμίασις, περιθείωμα, περιθείωσις, ὑπατμισμός, ὑποθυμίαμα, ὑποθυμίημα, ὑποθυμίασις, ὑποθυμίησις, ὑποκάπνισμα, ὑποκαπνισμός; Esperanto: fumigacio; Finnish: savustus, höyrytys; Korean: 훈증(熏蒸); Latin: suffitio, fumigatio; Persian: تدخین; Portuguese: fumigação; Spanish: fumigación; Tagalog: luop, pagluluop, sangasaw