ἐμποδισμός: Difference between revisions

From LSJ

Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück

Menander, Monostichoi, 255
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "Secund.''Sent.''" to "Secund.''Sent.''")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=empodismos
|Transliteration C=empodismos
|Beta Code=e)mpodismo/s
|Beta Code=e)mpodismo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[hindering]], [[impeding]], ταῖς βουλήσεσι <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1378b18</span>; τῶν συμπερασμάτων <span class="bibl">Id.<span class="title">Top.</span>161a15</span>; ἡδονῶν <span class="bibl">Secund.<span class="title">Sent.</span>10</span>.</span>
|Definition=ὁ, [[hindering]], [[impeding]], ταῖς βουλήσεσι Arist.''Rh.''1378b18; τῶν συμπερασμάτων Id.''Top.''161a15; ἡδονῶν [[Secundus|Secund.]]''[[Sententiae|Sent.]]''10.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[impedimento]], [[obstáculo]], [[complicación]], [[traba]] ἔστι ... ὁ [[ἐπηρεασμός|ἐπηρεασμὸς]] ἐμποδισμός ταῖς βουλήσεσιν Arist.<i>Rh</i>.1378<sup>b</sup>18, αἱ ... πράξεις ... ἐμποδισμούς τινας ἔσχον las operaciones sufrieron algunas complicaciones Plb.5.26.1, [[χωρὶς ἐμποδισμοῦ]] = [[sin ninguna traba]] I.<i>AI</i> 16.173, ὅπου ἡ [[σπουδή]], [[ἐκεῖ]] καὶ ὁ ἐμποδισμός Arr.<i>Epict</i>.4.4.15, ἐμποδισμοὶ συμβήσονται τῷ φυγόντι Doroth.415.1, cf. Vett.Val.189.33, μηδένα τούτοις ἐμποδισμὸν τῆς ἡλικίας ποιούσης sin que para ellos la edad sea un [[impedimento]] Iust.<i>Nou</i>.119.2, cf. Eust.1316.53, c. gen. obj. ἐμποδισμοὶ τῶν συμπερασμάτων Arist.<i>Top</i>.161<sup>a</sup>15, cf. Mnesith.Ath.38.29, Speus.63e, <i>PTeb</i>.28.2 (II a.C.), Ariston.<i>Il</i>.14.376, Gal.19.413, Artem.3.35, ἡδονῶν ἐμποδισμός Secund.<i>Sent</i>.17, c. gen. subjet. διὰ οἰκοδομημάτων ἐμποδισμόν por impedirlo las construcciones, Hero <i>Dioptr</i>.27.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0815.png Seite 815]] ὁ, das Verhindern, Hinderniß; Arist. rhet. 2, 2; Pol. 5, 16, 6 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0815.png Seite 815]] ὁ, das [[Verhindern]], [[Hindernis]]; Arist. rhet. 2, 2; Pol. 5, 16, 6 u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[action d'empêcher]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐμποδίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμποδισμός:''' ὁ [[препятствование]], [[противодействие]] (τινος и τινι Arst., περί τι Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμποδισμός''': ὁ, [[ἐμπόδισμα]], [[κώλυμα]], Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 4, Τοπ. 8. 10, 6.
|lstext='''ἐμποδισμός''': ὁ, [[ἐμπόδισμα]], [[κώλυμα]], Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 4, Τοπ. 8. 10, 6.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />action d’empêcher.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμποδίζω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[impedimento]], [[obstáculo]], [[complicación]], [[traba]] ἔστι ... ὁ ἐπηρεασμὸς ἐ. ταῖς βουλήσεσιν Arist.<i>Rh</i>.1378<sup>b</sup>18, αἱ ... πράξεις ... ἐμποδισμούς τινας ἔσχον las operaciones sufrieron algunas complicaciones</i> Plb.5.26.1, χωρὶς ἐμποδισμοῦ sin ninguna traba</i> I.<i>AI</i> 16.173, ὅπου ἡ σπουδή, [[ἐκεῖ]] καὶ ὁ ἐ. Arr.<i>Epict</i>.4.4.15, ἐμποδισμοὶ συμβήσονται τῷ φυγόντι Doroth.415.1, cf. Vett.Val.189.33, μηδένα τούτοις ἐμποδισμὸν τῆς ἡλικίας ποιούσης sin que para ellos la edad sea un impedimento</i> Iust.<i>Nou</i>.119.2, cf. Eust.1316.53, c. gen. obj. ἐμποδισμοὶ τῶν συμπερασμάτων Arist.<i>Top</i>.161<sup>a</sup>15, cf. Mnesith.Ath.38.29, Speus.63e, <i>PTeb</i>.28.2 (II a.C.), Ariston.<i>Il</i>.14.376, Gal.19.413, Artem.3.35, ἡδονῶν ἐ. Secund.<i>Sent</i>.17, c. gen. subjet. διὰ οἰκοδομημάτων ἐμποδισμόν por impedirlo las construcciones</i> Hero <i>Dioptr</i>.27.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και αμποδισμός, ο (Α [[ἐμποδισμός]])<br />[[εμπόδιση]], [[εμπόδιο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (ως προσωποπ.) [[άγριος]], [[σοβαρός]] [[άνθρωπος]]<br /><b>2.</b> συγκρατημένος («σαν [[ποταμός]] [[χειμωνικός]], π' ἀμποδισμό δέν ἔχει», Ροδολίν.).
|mltxt=και αμποδισμός, ο (Α [[ἐμποδισμός]])<br />[[εμπόδιση]], [[εμπόδιο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (ως προσωποπ.) [[άγριος]], [[σοβαρός]] [[άνθρωπος]]<br /><b>2.</b> συγκρατημένος («σαν [[ποταμός]] [[χειμωνικός]], π' ἀμποδισμό δέν ἔχει», Ροδολίν.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμποδισμός:''' ὁ [[препятствование]], [[противодействие]] (τινος и τινι Arst., περί τι Polyb.).
}}
}}

Latest revision as of 22:52, 12 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμποδισμός Medium diacritics: ἐμποδισμός Low diacritics: εμποδισμός Capitals: ΕΜΠΟΔΙΣΜΟΣ
Transliteration A: empodismós Transliteration B: empodismos Transliteration C: empodismos Beta Code: e)mpodismo/s

English (LSJ)

ὁ, hindering, impeding, ταῖς βουλήσεσι Arist.Rh.1378b18; τῶν συμπερασμάτων Id.Top.161a15; ἡδονῶν Secund.Sent.10.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
impedimento, obstáculo, complicación, traba ἔστι ... ὁ ἐπηρεασμὸς ἐμποδισμός ταῖς βουλήσεσιν Arist.Rh.1378b18, αἱ ... πράξεις ... ἐμποδισμούς τινας ἔσχον las operaciones sufrieron algunas complicaciones Plb.5.26.1, χωρὶς ἐμποδισμοῦ = sin ninguna traba I.AI 16.173, ὅπου ἡ σπουδή, ἐκεῖ καὶ ὁ ἐμποδισμός Arr.Epict.4.4.15, ἐμποδισμοὶ συμβήσονται τῷ φυγόντι Doroth.415.1, cf. Vett.Val.189.33, μηδένα τούτοις ἐμποδισμὸν τῆς ἡλικίας ποιούσης sin que para ellos la edad sea un impedimento Iust.Nou.119.2, cf. Eust.1316.53, c. gen. obj. ἐμποδισμοὶ τῶν συμπερασμάτων Arist.Top.161a15, cf. Mnesith.Ath.38.29, Speus.63e, PTeb.28.2 (II a.C.), Ariston.Il.14.376, Gal.19.413, Artem.3.35, ἡδονῶν ἐμποδισμός Secund.Sent.17, c. gen. subjet. διὰ οἰκοδομημάτων ἐμποδισμόν por impedirlo las construcciones, Hero Dioptr.27.

German (Pape)

[Seite 815] ὁ, das Verhindern, Hindernis; Arist. rhet. 2, 2; Pol. 5, 16, 6 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action d'empêcher.
Étymologie: ἐμποδίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐμποδισμός:препятствование, противодействие (τινος и τινι Arst., περί τι Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐμποδισμός: ὁ, ἐμπόδισμα, κώλυμα, Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 4, Τοπ. 8. 10, 6.

Greek Monolingual

και αμποδισμός, ο (Α ἐμποδισμός)
εμπόδιση, εμπόδιο
μσν.
1. (ως προσωποπ.) άγριος, σοβαρός άνθρωπος
2. συγκρατημένος («σαν ποταμός χειμωνικός, π' ἀμποδισμό δέν ἔχει», Ροδολίν.).