ἐμποδισμός: Difference between revisions
πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword
(big3_14) |
|||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=empodismos | |Transliteration C=empodismos | ||
|Beta Code=e)mpodismo/s | |Beta Code=e)mpodismo/s | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[hindering]], [[impeding]], ταῖς βουλήσεσι Arist.''Rh.''1378b18; τῶν συμπερασμάτων Id.''Top.''161a15; ἡδονῶν [[Secundus|Secund.]]''[[Sententiae|Sent.]]''10. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[impedimento]], [[obstáculo]], [[complicación]], [[traba]] ἔστι ... ὁ [[ἐπηρεασμός|ἐπηρεασμὸς]] ἐμποδισμός ταῖς βουλήσεσιν Arist.<i>Rh</i>.1378<sup>b</sup>18, αἱ ... πράξεις ... ἐμποδισμούς τινας ἔσχον las operaciones sufrieron algunas complicaciones Plb.5.26.1, [[χωρὶς ἐμποδισμοῦ]] = [[sin ninguna traba]] I.<i>AI</i> 16.173, ὅπου ἡ [[σπουδή]], [[ἐκεῖ]] καὶ ὁ ἐμποδισμός Arr.<i>Epict</i>.4.4.15, ἐμποδισμοὶ συμβήσονται τῷ φυγόντι Doroth.415.1, cf. Vett.Val.189.33, μηδένα τούτοις ἐμποδισμὸν τῆς ἡλικίας ποιούσης sin que para ellos la edad sea un [[impedimento]] Iust.<i>Nou</i>.119.2, cf. Eust.1316.53, c. gen. obj. ἐμποδισμοὶ τῶν συμπερασμάτων Arist.<i>Top</i>.161<sup>a</sup>15, cf. Mnesith.Ath.38.29, Speus.63e, <i>PTeb</i>.28.2 (II a.C.), Ariston.<i>Il</i>.14.376, Gal.19.413, Artem.3.35, ἡδονῶν ἐμποδισμός Secund.<i>Sent</i>.17, c. gen. subjet. διὰ οἰκοδομημάτων ἐμποδισμόν por impedirlo las construcciones, Hero <i>Dioptr</i>.27. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0815.png Seite 815]] ὁ, das Verhindern, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0815.png Seite 815]] ὁ, das [[Verhindern]], [[Hindernis]]; Arist. rhet. 2, 2; Pol. 5, 16, 6 u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[action d'empêcher]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐμποδίζω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐμποδισμός:''' ὁ [[препятствование]], [[противодействие]] (τινος и τινι Arst., περί τι Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμποδισμός''': ὁ, [[ἐμπόδισμα]], [[κώλυμα]], Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 4, Τοπ. 8. 10, 6. | |lstext='''ἐμποδισμός''': ὁ, [[ἐμπόδισμα]], [[κώλυμα]], Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 4, Τοπ. 8. 10, 6. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=και αμποδισμός, ο (Α [[ἐμποδισμός]])<br />[[εμπόδιση]], [[εμπόδιο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (ως προσωποπ.) [[άγριος]], [[σοβαρός]] [[άνθρωπος]]<br /><b>2.</b> συγκρατημένος («σαν [[ποταμός]] [[χειμωνικός]], π' ἀμποδισμό δέν ἔχει», Ροδολίν.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:52, 12 November 2024
English (LSJ)
ὁ, hindering, impeding, ταῖς βουλήσεσι Arist.Rh.1378b18; τῶν συμπερασμάτων Id.Top.161a15; ἡδονῶν Secund.Sent.10.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
impedimento, obstáculo, complicación, traba ἔστι ... ὁ ἐπηρεασμὸς ἐμποδισμός ταῖς βουλήσεσιν Arist.Rh.1378b18, αἱ ... πράξεις ... ἐμποδισμούς τινας ἔσχον las operaciones sufrieron algunas complicaciones Plb.5.26.1, χωρὶς ἐμποδισμοῦ = sin ninguna traba I.AI 16.173, ὅπου ἡ σπουδή, ἐκεῖ καὶ ὁ ἐμποδισμός Arr.Epict.4.4.15, ἐμποδισμοὶ συμβήσονται τῷ φυγόντι Doroth.415.1, cf. Vett.Val.189.33, μηδένα τούτοις ἐμποδισμὸν τῆς ἡλικίας ποιούσης sin que para ellos la edad sea un impedimento Iust.Nou.119.2, cf. Eust.1316.53, c. gen. obj. ἐμποδισμοὶ τῶν συμπερασμάτων Arist.Top.161a15, cf. Mnesith.Ath.38.29, Speus.63e, PTeb.28.2 (II a.C.), Ariston.Il.14.376, Gal.19.413, Artem.3.35, ἡδονῶν ἐμποδισμός Secund.Sent.17, c. gen. subjet. διὰ οἰκοδομημάτων ἐμποδισμόν por impedirlo las construcciones, Hero Dioptr.27.
German (Pape)
[Seite 815] ὁ, das Verhindern, Hindernis; Arist. rhet. 2, 2; Pol. 5, 16, 6 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action d'empêcher.
Étymologie: ἐμποδίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμποδισμός: ὁ препятствование, противодействие (τινος и τινι Arst., περί τι Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμποδισμός: ὁ, ἐμπόδισμα, κώλυμα, Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 4, Τοπ. 8. 10, 6.
Greek Monolingual
και αμποδισμός, ο (Α ἐμποδισμός)
εμπόδιση, εμπόδιο
μσν.
1. (ως προσωποπ.) άγριος, σοβαρός άνθρωπος
2. συγκρατημένος («σαν ποταμός χειμωνικός, π' ἀμποδισμό δέν ἔχει», Ροδολίν.).