κατακαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "S.''Ant.''" to "S.''Ant.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katakaino
|Transliteration C=katakaino
|Beta Code=katakai/nw
|Beta Code=katakai/nw
|Definition== [[κατακτείνω]], [[kill]], in early writers in aor. 2 [[κατέκανον]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''4.6.5 ([[varia lectio|v.l.]] [[κατακαίνων]]), ''An.''3.2.12; 3sg. subj. κατακάνῃ Anon. in''PSI''9.1091.4; [[κατέκανον]] (for <b class="b3κατέκτανον</b>) is required by the metre in S.''Ant.''1340: pf. part. <b class="b3">κατακεκονότες</b> (cf. [[καίνω]]) should be read in X.''An.'' 7.6.36: pres. in later Prose, Parth.7.2, Arr.''Ind.''11.10, App.''Pun.''1, Eun.''Hist.''p.212D.; [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] has κατακαινιῶ· ἀποκτενῶ (fort. leg. [[κατακενίω]], Dor. fut.).
|Definition== [[κατακτείνω]], [[kill]], in early writers in aor. 2 [[κατέκανον]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''4.6.5 ([[varia lectio|v.l.]] [[κατακαίνων]]), ''An.''3.2.12; 3sg. subj. κατακάνῃ Anon. in''PSI''9.1091.4; [[κατέκανον]] (for <b class="b3κατέκτανον</b>) is required by the metre in [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]''1340: pf. part. <b class="b3">κατακεκονότες</b> (cf. [[καίνω]]) should be read in X.''An.'' 7.6.36: pres. in later Prose, Parth.7.2, Arr.''Ind.''11.10, App.''Pun.''1, Eun.''Hist.''p.212D.; [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] has κατακαινιῶ· ἀποκτενῶ (fort. leg. [[κατακενίω]], Dor. fut.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 07:32, 13 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακαίνω Medium diacritics: κατακαίνω Low diacritics: κατακαίνω Capitals: ΚΑΤΑΚΑΙΝΩ
Transliteration A: katakaínō Transliteration B: katakainō Transliteration C: katakaino Beta Code: katakai/nw

English (LSJ)

= κατακτείνω, kill, in early writers in aor. 2 κατέκανον, X.Cyr.4.6.5 (v.l. κατακαίνων), An.3.2.12; 3sg. subj. κατακάνῃ Anon. inPSI9.1091.4; κατέκανον (for <b class="b3κατέκτανον) is required by the metre in S.Ant.1340: pf. part. κατακεκονότες (cf. καίνω) should be read in X.An. 7.6.36: pres. in later Prose, Parth.7.2, Arr.Ind.11.10, App.Pun.1, Eun.Hist.p.212D.; Hsch. has κατακαινιῶ· ἀποκτενῶ (fort. leg. κατακενίω, Dor. fut.).

German (Pape)

[Seite 1351] = κατακτείνω; Sp., wie Parthen. 7 App. Hisp. 35; bei Soph. Ant. 1321 ist κατέκανον emend. für κατέκτανον des Metrums wegen; dieser aor. steht auch bei Xen. einigemal, gewöhnlich mit der v.l. κατέκτανον, s. κατακτείνω; κατακάνοιεν An. 3, 2, 12, κατακανών Cyr. 4, 6, 5; κατακεκανότες bessere Lesart für κατακανόντες An. 7, 6, 36.

French (Bailly abrégé)

ao.2 κατέκανον, inf. dor. κακκανῆν p. κατακανεῖν, part. pf. pl. κατακεκανότες;
tuer.
Étymologie: κατά, καίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-καίνω doden:. σέ τ’ οὐχ ἑκὼν κατέκανον ik heb jou niet uit vrije wil gedood Soph. Ant. 1340.

Russian (Dvoretsky)

κατακαίνω: (только aor. 2 κατέκᾰνον, inf. κατακανεῖν - дор. κακκανῆν, part. pf. pl. κατακεκονότες - v.l. κατακανόντες) Xen., Soph. = κατακτείνω.

Greek (Liddell-Scott)

κατακαίνω: κατακτείνω, «κατακαίνειν, ἀναιρεῖν, φονεύειν» Σουΐδ., εὔχρηστον μάλιστα ἐν τῷ ἀορ. β΄ κατέκανον (ὁ τετελ. μέλλ., ἄνδρα κατακεκονότες ἔσεσθε ἐν Ξεν. Ἀν. 7. 6, 36), συχνὸν παρὰ Ξεν. καὶ μεταγενεστ., Λ. Δινδ. εἰς Ἀν. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ 1. 6, 2· κατέκανον (ἢ κατὰ Ἔρμαννον κάκτανον) ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον ἐν Σοφ. Ἀντ. 1340· κατακανὼν Ἐπιστ. π. Κορ. ε΄, 6, 5· ὁ ἐνεστὼς ἀπαντᾷ παρ’ Ἀρρ. ἐν Ἰνδ. 11. 10, Παρθεν. 7. 24, Διόδ. 1. 89. Πρβλ. καταξαίνω.

Greek Monolingual

κατακαίνω (Α)
κατακτείνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + καίνω «φονεύω»].

Greek Monotonic

κατακαίνω: = κατακτείνω, μόνο σε αόρ. βʹ κατέκανον, σε Ξεν.