καλυπτός: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(6_11)
m (Text replacement - "S.''Ant.''" to "S.''Ant.''")
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kalyptos
|Transliteration C=kalyptos
|Beta Code=kalupto/s
|Beta Code=kalupto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">covered</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>534.4</span> (anap.), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>890</span>, <span class="bibl">Arist. <span class="title">Fr.</span>308</span>; <b class="b3">τεύτλῳ περὶ σῶμα κ</b>. <span class="bibl">Eub.35</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> (from καλύπτω <span class="bibl">11</span>) <b class="b2">put round so as to cover</b>, <b class="b3">καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς</b> from the <b class="b2">enfolding</b> fat, <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>1011</span>.</span>
|Definition=καλυπτή, καλυπτόν,<br><span class="bld">A</span> [[covered]], [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''534.4 (anap.), Ar.''Th.''890, Arist. ''Fr.''308; <b class="b3">τεύτλῳ περὶ σῶμα κ.</b> Eub.35.<br><span class="bld">II</span> (from καλύπτω ''ΙΙ'') [[put round so as to cover]], <b class="b3">καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς</b> from the [[enfolding]] fat, [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]''1011.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1315.png Seite 1315]] adj. verb. zu [[καλύπτω]], verhüllt, verdeckt, φάρει καλ. Ar. Th. 890; μηροὶ καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς, fielen aus der Umhüllung des Fettes, aus dem umgewickelten Fette, Soph. Ant. 908.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1315.png Seite 1315]] adj. verb. zu [[καλύπτω]], verhüllt, verdeckt, φάρει καλ. Ar. Th. 890; μηροὶ καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς, fielen aus der Umhüllung des Fettes, aus dem umgewickelten Fette, Soph. Ant. 908.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> couvert de, τινι;<br /><b>2</b> [[qui recouvre]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[καλύπτω]].
}}
{{elnl
|elnltext=καλυπτός -ή -όν [καλύπτω] omhuld. omhullend:. καλυπτῆς... πιμελῆς het vet dat (de schenkelstukken) omhulde Soph. Ant. 1011.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰλυπτός:'''<br /><b class="num">1</b> [[закрытый]], [[окутанный]] (φάρει Arph.);<br /><b class="num">2</b> [[закрывающий]], [[покрывающий]]: καλυπτὴ [[πιμελή]] Soph. обволакивающий (члены жертвенного животного) жир.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ὁ (Α [[καλυπτός]], -ή, -όν) [[καλύπτω]]<br />καλυμμένος, σκεπασμένος («φάρει [[καλυπτός]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που μπορεί να καλυφθεί<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που τοποθετείται ή που περιτυλίγεται με τρόπο ώστε να καλύπτει.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰλυπτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[καλύπτω]] II, αυτός που έχει τεθεί γύρω γύρω έτσι ώστε να καλύπτει, σε Σοφ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰλυπτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., κεκαλυμμένος, Σοφ. Ἀποσπ. 479, Ἀριστοφ. Θεσμ. 890. ΙΙ. (Ἐκ τοῦ [[καλύπτω]] ΙΙ) περιτεθειμένος [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ καλύπτῃ, Λατ. circumdatus, καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς, ἐκ τοῦ περικαλύπτοντος πάχους, Σοφ. Ἀντ. 1011.
|lstext='''κᾰλυπτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., κεκαλυμμένος, Σοφ. Ἀποσπ. 479, Ἀριστοφ. Θεσμ. 890. ΙΙ. (Ἐκ τοῦ [[καλύπτω]] ΙΙ) περιτεθειμένος [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ καλύπτῃ, Λατ. circumdatus, καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς, ἐκ τοῦ περικαλύπτοντος πάχους, Σοφ. Ἀντ. 1011.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰλυπτός, ή, όν verb. adj. of [[καλύπτω]] II,]<br />put [[round]] so as to [[cover]], [[enfolding]], enveloping, Soph.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[veiled]]
}}
}}

Latest revision as of 07:32, 13 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλυπτός Medium diacritics: καλυπτός Low diacritics: καλυπτός Capitals: ΚΑΛΥΠΤΟΣ
Transliteration A: kalyptós Transliteration B: kalyptos Transliteration C: kalyptos Beta Code: kalupto/s

English (LSJ)

καλυπτή, καλυπτόν,
A covered, S.Fr.534.4 (anap.), Ar.Th.890, Arist. Fr.308; τεύτλῳ περὶ σῶμα κ. Eub.35.
II (from καλύπτω ΙΙ) put round so as to cover, καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς from the enfolding fat, S.Ant.1011.

German (Pape)

[Seite 1315] adj. verb. zu καλύπτω, verhüllt, verdeckt, φάρει καλ. Ar. Th. 890; μηροὶ καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς, fielen aus der Umhüllung des Fettes, aus dem umgewickelten Fette, Soph. Ant. 908.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 couvert de, τινι;
2 qui recouvre.
Étymologie: adj. verb. de καλύπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλυπτός -ή -όν [καλύπτω] omhuld. omhullend:. καλυπτῆς... πιμελῆς het vet dat (de schenkelstukken) omhulde Soph. Ant. 1011.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλυπτός:
1 закрытый, окутанный (φάρει Arph.);
2 закрывающий, покрывающий: καλυπτὴ πιμελή Soph. обволакивающий (члены жертвенного животного) жир.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (Α καλυπτός, -ή, -όν) καλύπτω
καλυμμένος, σκεπασμένος («φάρει καλυπτός», Αριστοφ.)
νεοελλ.
αυτός που μπορεί να καλυφθεί
αρχ.
αυτός που τοποθετείται ή που περιτυλίγεται με τρόπο ώστε να καλύπτει.

Greek Monotonic

κᾰλυπτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του καλύπτω II, αυτός που έχει τεθεί γύρω γύρω έτσι ώστε να καλύπτει, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰλυπτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., κεκαλυμμένος, Σοφ. Ἀποσπ. 479, Ἀριστοφ. Θεσμ. 890. ΙΙ. (Ἐκ τοῦ καλύπτω ΙΙ) περιτεθειμένος οὕτως ὥστε νὰ καλύπτῃ, Λατ. circumdatus, καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς, ἐκ τοῦ περικαλύπτοντος πάχους, Σοφ. Ἀντ. 1011.

Middle Liddell

κᾰλυπτός, ή, όν verb. adj. of καλύπτω II,]
put round so as to cover, enfolding, enveloping, Soph.

English (Woodhouse)

veiled

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)