ἀνιστορέω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
m (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "E.''Supp.''" to "E.''Supp.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anistoreo
|Transliteration C=anistoreo
|Beta Code=a)nistore/w
|Beta Code=a)nistore/w
|Definition=[[make inquiry into]], [[ask about]], ἄρνησις οὐκ, ἔνεστιν ὧν ἀνιστορεῖς [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''578: c. acc. pers. et rei, [[ask]] a person [[about]] a thing, <b class="b3">πεύσει γὰρ οὐδὲν ὧν ἐκείνων ἃ</b>) ἀνιστορεῖς ἐμέ [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''963, cf. [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]'' 991, ''Ph.''253; σε.. ἀνιστορῶ E.''Supp.''110; ἀ. τινὰ περί τινος Id.''Hipp.'' 92; [[investigate]], τι [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 1.5.5.
|Definition=[[make inquiry into]], [[ask about]], ἄρνησις οὐκ, ἔνεστιν ὧν ἀνιστορεῖς [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''578: c. acc. pers. et rei, [[ask]] a person [[about]] a thing, <b class="b3">πεύσει γὰρ οὐδὲν ὧν ἐκείνων ἃ</b>) ἀνιστορεῖς ἐμέ [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''963, cf. [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]'' 991, ''Ph.''253; σε.. ἀνιστορῶ [[Euripides|E.]]''[[Supplices|Supp.]]''110; ἀ. τινὰ περί τινος Id.''Hipp.'' 92; [[investigate]], τι [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 1.5.5.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 07:30, 15 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνιστορέω Medium diacritics: ἀνιστορέω Low diacritics: ανιστορέω Capitals: ΑΝΙΣΤΟΡΕΩ
Transliteration A: anistoréō Transliteration B: anistoreō Transliteration C: anistoreo Beta Code: a)nistore/w

English (LSJ)

make inquiry into, ask about, ἄρνησις οὐκ, ἔνεστιν ὧν ἀνιστορεῖς S.OT578: c. acc. pers. et rei, ask a person about a thing, πεύσει γὰρ οὐδὲν ὧν ἐκείνων ἃ) ἀνιστορεῖς ἐμέ A.Pr.963, cf. S.OC 991, Ph.253; σε.. ἀνιστορῶ E.Supp.110; ἀ. τινὰ περί τινος Id.Hipp. 92; investigate, τι Thphr. CP 1.5.5.

Spanish (DGE)

1 preguntar c. ac. de cosa (pero puede haber atracción) ἄρνησις οὐκ ἔνεστι ὧν ἀνιστορεῖς S.OT 578
c. ac. de cosa y pers. πάνθ' ... με E.IT 528, πεύσῃ γὰρ οὐδὲν ὧν ἀνιστορεῖς ἐμέ A.Pr.963, cf. S.OC 991, Ph.253
c. ac. de pers. σὲ ... ἀνιστορῶ E.Supp.110, τοῦ δὲ καί μ' ἀνιστορεῖς πέρι; E.Hipp.92, cf. Io 362, c. interr. indir. προυξερευνητὰς ὁδοῦ ἀνιστόρησα ... τίς ὁ στρατηγός E.Rh.297.
2 investigar τὰς αὐτομάτους γενέσεις Thphr.CP 1.5.5.
3 referir, relatar τὸ αἴτιον τῆς ... αἱρέσεως Eus.HE 5.16.6, en v. pas. τὰ μὲν ... τῷ Ἰωσήπῳ ... ἀνιστόρηται Eus.PE 10.13.13.

French (Bailly abrégé)

ἀνιστορῶ :
interroger : τινα qqn ; περί τινος sur qch.
Étymologie: ἀνά, ἱστορέω.

German (Pape)

aus-, befragen, τινά, Aesch. Prom. 965; Soph. O.C. 995; öfter τινὰ περί τινος, Eur. Hipp. 92.

Russian (Dvoretsky)

ἀνιστορέω: расспрашивать, спрашивать (τινα Aesch., Soph. и τινα περί τινος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνιστορέω: ἐρωτῶ νὰ μάθω, ἐρωτῶ, ἄρνησις οὐκ ἔνεστιν ὧν ἀνιστορεῖς Σοφ. Ο. Τ. 578· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ πράγμ. ἐρωτῶ τινα περί τινος πράγματος, πεύσει γὰρ οὐδὲν ὧν ἀνιστορεῖς ἐμὲ Αἰσχύλ. Πρ. 963, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 991, Φ. 253· οὕτω, σὲ… ἀνιστορῶ Εὐρ. Ἱκ. 110· ἀν. τινὰ περί τινος ὁ αὐτ. Ἱππ. 92: - ἐρευνῶ, ἐξετάζω τι, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 5, 5.

Greek Monotonic

ἀνιστορέω: μέλ. -ήσω, ερωτώ να μάθω, ερευνώ για, σε Σοφ.· με αιτ. προσ. και πράγμ., ρωτώ κάποιον σχετικά με κάτι, σε Αισχύλ., Σοφ.· ομοίως, ἀν.τινὰ περί τινος, σε Ευρ.

Middle Liddell

to make inquiry into, ask about, Soph.: c. acc. pers. et rei, to ask a person about a thing, Aesch., Soph.; so, ἀν. τινὰ περί τινος Eur.