τεκμηριόω: Difference between revisions

From LSJ

Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς προσδέχου συμβουλίαν → Tu non nisi a prudente consilium pete → Von einem weisen Mann nur nimm Beratung an

Menander, Monostichoi, 476
(Bailly1_5)
(CSV import)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tekmirioo
|Transliteration C=tekmirioo
|Beta Code=tekmhrio/w
|Beta Code=tekmhrio/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">prove positively</b>, <span class="bibl">Th.1.3</span>, <span class="bibl">D.H.1.89</span>, etc.; <b class="b3">Ὅμηρος . . εἴ τῳ ἱκανὸς τεκμηριῶσαι</b> if he seem a sufficient voucher, <span class="bibl">Th.1.9</span>; <b class="b3">τοσαῦτα ἐτεκμηρίωσεν ὅτι . .</b>thus much <b class="b2">evidence he gave</b> to the fact that... <span class="bibl">Id.3.104</span>; of symptoms, <b class="b2">indicate</b>, <span class="bibl">Orib.<span class="title">Syn.</span> 9.43</span>:—Pass., <b class="b2">to be proved</b>, τισι <b class="b2">by</b> facts, <span class="bibl">D.C.75.13</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> later in Med., <b class="b2">draw inferences</b>, Phld.<span class="title">D.</span>3.8, <span class="bibl">Ph.2.505</span>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>87.7</span>; ἀπό τινων Phld.<span class="title">Sign.Fr.</span>2.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[prove positively]], Th.1.3, D.H.1.89, etc.; <b class="b3">Ὅμηρος.. εἴ τῳ ἱκανὸς τεκμηριῶσαι</b> if he [[seem]] a [[sufficient]] [[voucher]], Th.1.9; <b class="b3">τοσαῦτα ἐτεκμηρίωσεν ὅτι..</b>[[thus]] [[much]] [[evidence]] he gave to the [[fact]] that... Id.3.104; of [[symptom]]s, [[indicate]], Orib.''Syn.'' 9.43:—Pass., to [[be proved]], τισι by [[fact]]s, D.C.75.13.<br><span class="bld">II</span> later in Med., [[draw inferences]], Phld.''D.''3.8, Ph.2.505, A.D.''Pron.''87.7; ἀπό τινων Phld.''Sign.Fr.''2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1082.png Seite 1082]] einen Beweis geben, beweisen, Thuc. 1, 9. 3, 104; u. med. aus Zeichen abnehmen, schließen, Sp., wie Philo.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1082.png Seite 1082]] einen Beweis geben, beweisen, Thuc. 1, 9. 3, 104; u. med. aus Zeichen abnehmen, schließen, Sp., wie Philo.
}}
{{bailly
|btext=[[τεκμηριῶ]] :<br />[[donner une preuve]], [[prouver]].<br />'''Étymologie:''' [[τεκμήριον]].
}}
{{elru
|elrutext='''τεκμηριόω:''' [[представлять доводы]], [[доказывать]], [[свидетельствовать]] Thuc.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τεκμηριόω''': ἀποδεικνύω διὰ τεκμηρίων, καταδεικνύω [[μετὰ]] βεβαιότητος, Θουκ. 1. 3, Διον. Ἁλ., κλπ.· εἴ τῳ ἱκανὸς τεκμηριῶσαι, νὰ ἀποδείξῃ διὰ τεκμηρίων, Θουκ. 1. 9· τοιαῦτα ἐτεκμηρίωσεν ὅτι..., τοιαύτην βεβαίαν ἀπόδειξιν παρέσχε περὶ τοῦ ὅτι..., ὁ αὐτ. 3. 104. ― Παθ., ἀποδεικνύομαι, τινι, ἔκ τινος γεγονότος, Δίων Κ. 75. 13. ΙΙ. Μέσ., = [[τεκμαίρομαι]] παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσιν, [[οἷον]] Φίλωνι 2. 505, Ἀπολλων. περὶ Συντάξ. 371Β.
|lstext='''τεκμηριόω''': ἀποδεικνύω διὰ τεκμηρίων, καταδεικνύω μετὰ βεβαιότητος, Θουκ. 1. 3, Διον. Ἁλ., κλπ.· εἴ τῳ ἱκανὸς τεκμηριῶσαι, νὰ ἀποδείξῃ διὰ τεκμηρίων, Θουκ. 1. 9· τοιαῦτα ἐτεκμηρίωσεν ὅτι..., τοιαύτην βεβαίαν ἀπόδειξιν παρέσχε περὶ τοῦ ὅτι..., ὁ αὐτ. 3. 104. ― Παθ., ἀποδεικνύομαι, τινι, ἔκ τινος γεγονότος, Δίων Κ. 75. 13. ΙΙ. Μέσ., = [[τεκμαίρομαι]] παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσιν, [[οἷον]] Φίλωνι 2. 505, Ἀπολλων. περὶ Συντάξ. 371Β.
}}
{{lsm
|lsmtext='''τεκμηριόω:''' μέλ. <i>τεκμηριώσω</i>, [[αποδεικνύω]] με [[βεβαιότητα]], σε Θουκ.· <i>εἴ τῳ ἱκανὸς τεκμηριῶσαι</i>, αν μπορεί να αποδείξει με τεκμήρια, στον ίδ.· τοσαῦτα ἐτεκμηρίωσε [[ὅτι]]..., τέτοια βέβαιη [[απόδειξη]] έδωσε στο [[γεγονός]] ότι..., στον ίδ.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=-ῶ :<br />donner une preuve, prouver.<br />'''Étymologie:''' [[τεκμήριον]].
|mdlsjtxt=[[τεκμηριόω]], fut. -ώσω [from [[τεκμήριον]]<br />to [[prove]] [[positively]], Thuc.; εἴ τῳ ἱκανὸς τεκμηριῶσαι if he [[seem]] a [[sufficient]] voucher, Thuc.; τοσαῦτα ἐτεκμηρίωσε ὅτι . . [[thus]] [[much]] [[evidence]] he gave to the [[fact]] that . ., Thuc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[comprobare]]'', to [[prove]], [[confirm]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.3.3/ 1.3.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.9.4/ 1.9.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.104.6/ 3.104.6].
}}
}}

Latest revision as of 13:40, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεκμηριόω Medium diacritics: τεκμηριόω Low diacritics: τεκμηριόω Capitals: ΤΕΚΜΗΡΙΟΩ
Transliteration A: tekmērióō Transliteration B: tekmērioō Transliteration C: tekmirioo Beta Code: tekmhrio/w

English (LSJ)

A prove positively, Th.1.3, D.H.1.89, etc.; Ὅμηρος.. εἴ τῳ ἱκανὸς τεκμηριῶσαι if he seem a sufficient voucher, Th.1.9; τοσαῦτα ἐτεκμηρίωσεν ὅτι..thus much evidence he gave to the fact that... Id.3.104; of symptoms, indicate, Orib.Syn. 9.43:—Pass., to be proved, τισι by facts, D.C.75.13.
II later in Med., draw inferences, Phld.D.3.8, Ph.2.505, A.D.Pron.87.7; ἀπό τινων Phld.Sign.Fr.2.

German (Pape)

[Seite 1082] einen Beweis geben, beweisen, Thuc. 1, 9. 3, 104; u. med. aus Zeichen abnehmen, schließen, Sp., wie Philo.

French (Bailly abrégé)

τεκμηριῶ :
donner une preuve, prouver.
Étymologie: τεκμήριον.

Russian (Dvoretsky)

τεκμηριόω: представлять доводы, доказывать, свидетельствовать Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

τεκμηριόω: ἀποδεικνύω διὰ τεκμηρίων, καταδεικνύω μετὰ βεβαιότητος, Θουκ. 1. 3, Διον. Ἁλ., κλπ.· εἴ τῳ ἱκανὸς τεκμηριῶσαι, νὰ ἀποδείξῃ διὰ τεκμηρίων, Θουκ. 1. 9· τοιαῦτα ἐτεκμηρίωσεν ὅτι..., τοιαύτην βεβαίαν ἀπόδειξιν παρέσχε περὶ τοῦ ὅτι..., ὁ αὐτ. 3. 104. ― Παθ., ἀποδεικνύομαι, τινι, ἔκ τινος γεγονότος, Δίων Κ. 75. 13. ΙΙ. Μέσ., = τεκμαίρομαι παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσιν, οἷον Φίλωνι 2. 505, Ἀπολλων. περὶ Συντάξ. 371Β.

Greek Monotonic

τεκμηριόω: μέλ. τεκμηριώσω, αποδεικνύω με βεβαιότητα, σε Θουκ.· εἴ τῳ ἱκανὸς τεκμηριῶσαι, αν μπορεί να αποδείξει με τεκμήρια, στον ίδ.· τοσαῦτα ἐτεκμηρίωσε ὅτι..., τέτοια βέβαιη απόδειξη έδωσε στο γεγονός ότι..., στον ίδ.

Middle Liddell

τεκμηριόω, fut. -ώσω [from τεκμήριον
to prove positively, Thuc.; εἴ τῳ ἱκανὸς τεκμηριῶσαι if he seem a sufficient voucher, Thuc.; τοσαῦτα ἐτεκμηρίωσε ὅτι . . thus much evidence he gave to the fact that . ., Thuc.

Lexicon Thucydideum

comprobare, to prove, confirm, 1.3.3, 1.9.4, 3.104.6.