ἀστέγαστος: Difference between revisions
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
m (LSJ1 replacement) |
(CSV import) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[giving no shelter]], [[of a boat without a deck]] | |woodrun=[[giving no shelter]], [[of a boat without a deck]] | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[absentia tecti]]'', [[lack of a roof]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.87.1/ 7.87.1]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:46, 16 November 2024
English (LSJ)
ἀστέγαστον, uncovered, ἀγγεῖον Gal.17(2).153: of a ship, undecked, Antipho 5.22, cf. Apollod.Poliorc.185.10; roofless, PGen.11.7 (iv A. D.); διὰ τὸ ἀ. from their having no shelter, Th.7.87.
Spanish (DGE)
-ον
que no tiene techo, no cubierto ὁ ἀναβάθρας τόπος Apollod.Poliorc.185.10, τὸ στάβλον PAbinn.62.7 (IV d.C.)
•de un barco que no tiene puente Antipho 5.22
•subst. τὸ ἀ. carencia de techo Th.7.87.
German (Pape)
[Seite 374] unbedeckt, ohne Dach, Thuc. 7, 87; πλοῖον Antipho. 5, 22.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non couvert.
Étymologie: ἀ, στεγάζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστέγαστος: -ον, μὴ ἐστεγασμένος, ἐπὶ πλοίου, ἄνευ καταστρώματος, Ἀντιφῶν 132. 8· διὰ τὸ ἀστέγαστον, ἐπειδὴ δὲν εἶχον στέγην, Θουκ. 7. 87.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀστέγαστος, -ον) στεγάζω
(για οικοδομές) αυτός που δεν έχει στέγη ή σκεπή
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει στέγη, σπίτι, ο άστεγος
αρχ.
1. εκείνος που δεν έχει σκέπασμα («ἀστέγαστον ἀγγεῖον»
«ἀστέγαστος», χωρίς κουβέρτα)
2. (για πλοίο) δίχως κατάστρωμα
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀστέγαστον
η έλλειψη στέγης.
Greek Monotonic
ἀστέγαστος: -ον (στεγάζω), ακάλυπτος, διὰ τὸ ἀστέγαστον, επειδή δεν υπήρχε στέγη, σε Θουκ.
Middle Liddell
στεγάζω
uncovered: διὰ τὸ ἀστέγαστον from their having no shelter, Thuc.
English (Woodhouse)
giving no shelter, of a boat without a deck