διαμέλλησις: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(4)
 
m (Text replacement - "({{lxth\n.*\n}})\n\1" to "$1")
Tags: Manual revert Mobile edit Mobile web edit
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diamellisis
|Transliteration C=diamellisis
|Beta Code=diame/llhsis
|Beta Code=diame/llhsis
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">postponement, procrastination</b>, <b class="b3">πολλὴν δ. φυλακῆς</b> long <b class="b2">postponement</b> of precautionary measures, <span class="bibl">Th.5.99</span>, cf. D.C.<span class="title">Fr.</span>40.21.</span>
|Definition=-εως, ἡ, [[postponement]], [[procrastination]], <b class="b3">πολλὴν δ. φυλακῆς</b> long [[postponement]] of precautionary measures, Th.5.99, cf. D.C.''Fr.''40.21.
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[posposición]], [[retraso]], [[demora]] πολλὴν τὴν διαμέλλησιν τῆς πρὸς ἡμᾶς φυλακῆς ποιήσονται se tomarán gran demora en las precauciones que adopten contra nosotros</i> Th.5.99, cf. D.C.40.21.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0589.png Seite 589]] ἡ, das Zaudern; δ. ποιεῖσθαι, Thuc. 5, 99.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />[[délai]], [[retard]].<br />'''Étymologie:''' [[διαμέλλω]].
}}
{{elnl
|elnltext=διαμέλλησις -εως, ἡ [διαμέλλω] [[gedraal]].
}}
{{elru
|elrutext='''διαμέλλησις:''' εως ἡ [[медлительность]]: διαμέλλησίν τινος ποιεῖσθαι Thuc. медлить с чем-л.
}}
{{grml
|mltxt=η [[διαμέλλησις]] (-εως) (Α) [[μέλλησις]]<br /><b>1.</b> [[αναβολή]]<br /><b>2.</b> [[επιβράδυνση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαμέλλησις:''' -εως, ἡ, [[αναβλητικότητα]], [[αργοπορία]]· <i>πολλὴ δ. φυλακῆς</i>, μακροχρόνια [[αναβολή]] μέτρων προφύλαξης, σε Θουκ.
}}
{{ls
|lstext='''διαμέλλησις''': -εως, ἡ, τὸ νὰ μέλλῃ τις νὰ πράξῃ τι, βραδύτης, πολλὴ δ. φυλακῆς, [[μακροχρόνιος]] ἀναβολὴ προφυλακτικῶν μέτρων, Θουκ. 5. 99· ἐν Γλωσσ. καὶ διαμελλησμός.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[διαμέλλησις]], εως <i>n</i> [from [[διαμέλλω]]<br />a [[being]] on the [[point]] to do, πολλὴ δ. φυλακῆς [[long]] [[postponement]] of precautionary measures, Thuc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[cunctatio]]'', [[delay]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.99.1/ 5.99.1].
}}
}}

Latest revision as of 13:53, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμέλλησις Medium diacritics: διαμέλλησις Low diacritics: διαμέλλησις Capitals: ΔΙΑΜΕΛΛΗΣΙΣ
Transliteration A: diaméllēsis Transliteration B: diamellēsis Transliteration C: diamellisis Beta Code: diame/llhsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, postponement, procrastination, πολλὴν δ. φυλακῆς long postponement of precautionary measures, Th.5.99, cf. D.C.Fr.40.21.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
posposición, retraso, demora πολλὴν τὴν διαμέλλησιν τῆς πρὸς ἡμᾶς φυλακῆς ποιήσονται se tomarán gran demora en las precauciones que adopten contra nosotros Th.5.99, cf. D.C.40.21.

German (Pape)

[Seite 589] ἡ, das Zaudern; δ. ποιεῖσθαι, Thuc. 5, 99.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
délai, retard.
Étymologie: διαμέλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαμέλλησις -εως, ἡ [διαμέλλω] gedraal.

Russian (Dvoretsky)

διαμέλλησις: εως ἡ медлительность: διαμέλλησίν τινος ποιεῖσθαι Thuc. медлить с чем-л.

Greek Monolingual

η διαμέλλησις (-εως) (Α) μέλλησις
1. αναβολή
2. επιβράδυνση.

Greek Monotonic

διαμέλλησις: -εως, ἡ, αναβλητικότητα, αργοπορία· πολλὴ δ. φυλακῆς, μακροχρόνια αναβολή μέτρων προφύλαξης, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

διαμέλλησις: -εως, ἡ, τὸ νὰ μέλλῃ τις νὰ πράξῃ τι, βραδύτης, πολλὴ δ. φυλακῆς, μακροχρόνιος ἀναβολὴ προφυλακτικῶν μέτρων, Θουκ. 5. 99· ἐν Γλωσσ. καὶ διαμελλησμός.

Middle Liddell

διαμέλλησις, εως n [from διαμέλλω
a being on the point to do, πολλὴ δ. φυλακῆς long postponement of precautionary measures, Thuc.

Lexicon Thucydideum

cunctatio, delay, 5.99.1.