εὐνομέομαι: Difference between revisions
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
mNo edit summary |
(CSV import) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evnomeomai | |Transliteration C=evnomeomai | ||
|Beta Code=eu)nome/omai | |Beta Code=eu)nome/omai | ||
|Definition=fut. εὐνομήσομαι [[Herodotus|Hdt.]]1.97, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 380b: aor. 1 εὐνομήθην [[Herodotus|Hdt.]]1.66, ηὐνομήθην Th.1.18: pf. εὐνόμημαι Epimenid. ap. D.L.1.113:—[[have good laws]], [[be well-ordered]], [[Herodotus|Hdt.]]ll.cc., Th.1.18, etc.; [πόλις] μέλλει εὐνομήσεσθαι Pl. l. c.; πόλις εὐνομουμένη D.24.139, cf. Arist.''Rh.''1354a20, ''Pol.''1294a3; <b class="b3">οἰκία οὐκ εὐνομουμένη</b> Aeschin.1.171; <b class="b3">ἰσχύσετε, ὅταν εὐνομῆσθε</b> when you [[observe]] the [[law]]s, ib.5. (Act. only in pres. part. εὐνομοῦσα Pl.''Lg.''927b.) | |Definition=fut. εὐνομήσομαι [[Herodotus|Hdt.]]1.97, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 380b: aor. 1 εὐνομήθην [[Herodotus|Hdt.]]1.66, ηὐνομήθην Th.1.18: pf. εὐνόμημαι Epimenid. ap. D.L.1.113:—[[have good laws]], [[be well-ordered]], [[Herodotus|Hdt.]]ll.cc., Th.1.18, etc.; [πόλις] μέλλει εὐνομήσεσθαι Pl. l. c.; πόλις εὐνομουμένη D.24.139, cf. Arist.''Rh.''1354a20, ''Pol.''1294a3; <b class="b3">οἰκία οὐκ εὐνομουμένη</b> Aeschin.1.171; <b class="b3">ἰσχύσετε, ὅταν εὐνομῆσθε</b> when you [[observe]] the [[law]]s, ib.5. (Act. only in pres. part. εὐνομοῦσα [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''927b.) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[εὐνομέομαι]],<br />Dep.:— to [[have]] [[good]] laws, to be [[orderly]], Hdt., Thuc., etc. | |mdlsjtxt=[[εὐνομέομαι]],<br />Dep.:— to [[have]] [[good]] laws, to be [[orderly]], Hdt., Thuc., etc. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[bene moratum esse]]'', to [[be well-behaved]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.18.1/ 1.18.1]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:20, 16 November 2024
English (LSJ)
fut. εὐνομήσομαι Hdt.1.97, Pl.R. 380b: aor. 1 εὐνομήθην Hdt.1.66, ηὐνομήθην Th.1.18: pf. εὐνόμημαι Epimenid. ap. D.L.1.113:—have good laws, be well-ordered, Hdt.ll.cc., Th.1.18, etc.; [πόλις] μέλλει εὐνομήσεσθαι Pl. l. c.; πόλις εὐνομουμένη D.24.139, cf. Arist.Rh.1354a20, Pol.1294a3; οἰκία οὐκ εὐνομουμένη Aeschin.1.171; ἰσχύσετε, ὅταν εὐνομῆσθε when you observe the laws, ib.5. (Act. only in pres. part. εὐνομοῦσα Pl.Lg.927b.)
German (Pape)
[Seite 1083] dep. pass., gute Gesetze u. Verfassung haben; οὕτω ἡ χώρη εὐνομήσεται Her. 1, 97; εὐνομήθησαν 1, 65; ἡ Λακεδαίμων ἐκ παλαιτάτου εὐνομήθη Thuc. 1, 18; εἰ μέλλει εὐνομήσεσθαι ἡ πόλις Plat. Rep. II, 380 b; oft πόλις εὐνομουμένη, wie Dem. 24, 139; οἰκία πλουσία καὶ οὐκ εὐνομουμένη, nicht gut verwaltet, Aesch. 1, 171.
Russian (Dvoretsky)
εὐνομέομαι: иметь хорошие законы, управляться хорошими законами (ἡ Λακεδαίμων εὐνομήθη Thuc.; πόλις εὐνομουμένη Dem., Arst., Plut.): οὕτω μεταβαλόντες εὐνομήθησαν Her. в результате этих перемен (лакедомоняне) получили хорошие законы.
Greek Monolingual
Α εὐνομοῦμαι, εὐνομέομαι
το ενεργ. μόνο στη μτχ. ενεστ. εὐνομοῦσα) εύνομος Ι
έχω καλούς νόμους, διοικούμαι καλά, έχω καλό πολίτευμα (α. «καὶ ηὐνομήθη καὶ ἀεὶ ἀτυράννευτος ἦν», Θουκ.
β. «ἰσχύσετε, ὅταν εὐνομῆσθε» — θα γίνετε ισχυροί, όταν υπηρετείτε τους νόμους, Αισχίν.
γ. «κράτος ευνομούμενο».
Greek (Liddell-Scott)
εὐνομέομαι: μέλλ. -ήσομαι Ἡροδ. 1. 97: ἀόρ. εὐνομήθην αὐτόθι 65: πρκμ. εὐνόμημαι Ἐπιμενίδ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 113: Ἀποθ. Ἔχω νόμους καλούς, καλὸν πολίτευμα, εἶμαι εὔνομος, Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 1. 18, Πλάτ. κλ.· πόλις εὐνομεῖται ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 380 Β· πόλις ευνομουμένη Δημ. 744. 2, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 4 Πολιτικ. 4. 8, 5· οἰκία οὐκ εὐν. Αἰσχίν. 24. 24· ἰσχύσετε, ὅταν εὐνομῆσθε, ὅταν θὰ τηρῆτε τοὺς νόμους, ὁ αὐτ. 1. 26. - Ἐν Πλάτ. Νόμ. 927Β, ἀντὶ τῆς ἐνεργ. μετοχῆς εὐνομοῦσα, ὁ Ast. προτείνει εὔνομος οὖσα.
Greek Monotonic
εὐνομέομαι: μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ εὐνομήθεν, αποθ.· διαθέτω καλούς νόμους, καλό πολίτευμα, είμαι σύννομος, εύρυθμος, τακτικός, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
Middle Liddell
εὐνομέομαι,
Dep.:— to have good laws, to be orderly, Hdt., Thuc., etc.