εὐπροφάσιστος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
(CSV import)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efprofasistos
|Transliteration C=efprofasistos
|Beta Code=eu)profa/sistos
|Beta Code=eu)profa/sistos
|Definition=[ᾰ], ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with good pretext]], [[plausible]], αἰτία <span class="bibl">Th.6.105</span>; ἀφορμαί <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>2</span>; -ιστον (sc. [[ἐστί]]) c. inf., <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>3.76</span>; εὐπροφάσιστα ἀδικεῖν <span class="bibl">Ph.2.496</span>. Adv. -τως <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>6</span>, <span class="bibl">Vett.Val.286.14</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[easily admitting of pretexts]], <span class="bibl">App.<span class="title">Pun.</span>64</span>.</span>
|Definition=[ᾰ], ον,<br><span class="bld">A</span> [[with good pretext]], [[plausible]], αἰτία Th.6.105; ἀφορμαί Ptol.''Tetr.''2; εὐπροφάσιστον (''[[sc.]]'' [[ἐστί]]) c. inf., App.''BC''3.76; εὐπροφάσιστα ἀδικεῖν Ph.2.496. Adv. [[εὐπροφασίτως]] Ptol.''Tetr.''6, Vett.Val.286.14.<br><span class="bld">2</span> [[easily admitting of pretexts]], App.''Pun.''64.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[sous un prétexte spécieux]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[προφασίζομαι]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[leicht]] vorzuschützen</i>, [[αἰτία]] Thuc. 6.105; <i>[[wobei]] man [[leicht]] [[Ausflüchte]] [[machen]] kann, [[leicht]] zu [[entschuldigen]]</i>, App. <i>Pun</i>. 64.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐπροφάσιστος:''' [[легко доказуемый]], [[благовидный]] (εὐπροφάσιστον αἰτίαν τινὸς ποιῆσαι Thuc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐπροφάσιστος''': -ον, [[εὐάρμοστος]], [[εὔλογος]] κατὰ τὸ φαινόμενον, [[αἰτία]] Θουκ. 6. 105. 2) εὐκόλως ἀποδεχόμενος προφάσεις, Ἀππ. Καρχηδ. 64.
|lstext='''εὐπροφάσιστος''': -ον, [[εὐάρμοστος]], [[εὔλογος]] κατὰ τὸ φαινόμενον, [[αἰτία]] Θουκ. 6. 105. 2) εὐκόλως ἀποδεχόμενος προφάσεις, Ἀππ. Καρχηδ. 64.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sous un prétexte spécieux.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[προφασίζομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐπροφάσιστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που χρησιμεύει εύκολα ως [[πρόφαση]], ο [[ευλογοφανής]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εὐπροφάσιστόν (ἐστι)» — [[είναι]] εύλογο<br /><b>3.</b> αυτός που αποδέχεται εύκολα προφάσεις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐπροφασίστως</i> (ΑΜ)<br />με ευλογοφανή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>προ</i>-<i>φασίζομαι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>προ</i>-<i>φάσιστος</i>)].
|mltxt=[[εὐπροφάσιστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που χρησιμεύει εύκολα ως [[πρόφαση]], ο [[ευλογοφανής]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εὐπροφάσιστόν (ἐστι)» — [[είναι]] εύλογο<br /><b>3.</b> αυτός που αποδέχεται εύκολα προφάσεις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐπροφασίστως</i> (ΑΜ)<br />με ευλογοφανή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>προ</i>-<i>φασίζομαι</i> ([[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>προ</i>-<i>φάσιστος</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐπροφάσιστος:''' -ον, αυτός που έχει [[καλή]] [[πρόφαση]], πειστικό [[πρόσχημα]], [[εύσχημος]] φαινομενικά, σε Θουκ.
|lsmtext='''εὐπροφάσιστος:''' -ον, αυτός που έχει [[καλή]] [[πρόφαση]], πειστικό [[πρόσχημα]], [[εύσχημος]] φαινομενικά, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐπροφάσιστος:''' легко доказуемый, благовидный (εὐπροφάσιστον αἰτίαν τινὸς ποιῆσαι Thuc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐ-προφάσιστος, ον<br />with [[good]] [[pretext]], [[plausible]], Thuc.
|mdlsjtxt=εὐ-προφάσιστος, ον<br />with [[good]] [[pretext]], [[plausible]], Thuc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[honestum praetextum habens]]'', [[having an honorable excuse]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.105.2/ 6.105.2].
}}
}}

Latest revision as of 14:20, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπροφάσιστος Medium diacritics: εὐπροφάσιστος Low diacritics: ευπροφάσιστος Capitals: ΕΥΠΡΟΦΑΣΙΣΤΟΣ
Transliteration A: euprophásistos Transliteration B: euprophasistos Transliteration C: efprofasistos Beta Code: eu)profa/sistos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,
A with good pretext, plausible, αἰτία Th.6.105; ἀφορμαί Ptol.Tetr.2; εὐπροφάσιστον (sc. ἐστί) c. inf., App.BC3.76; εὐπροφάσιστα ἀδικεῖν Ph.2.496. Adv. εὐπροφασίτως Ptol.Tetr.6, Vett.Val.286.14.
2 easily admitting of pretexts, App.Pun.64.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sous un prétexte spécieux.
Étymologie: εὖ, προφασίζομαι.

German (Pape)

leicht vorzuschützen, αἰτία Thuc. 6.105; wobei man leicht Ausflüchte machen kann, leicht zu entschuldigen, App. Pun. 64.

Russian (Dvoretsky)

εὐπροφάσιστος: легко доказуемый, благовидный (εὐπροφάσιστον αἰτίαν τινὸς ποιῆσαι Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπροφάσιστος: -ον, εὐάρμοστος, εὔλογος κατὰ τὸ φαινόμενον, αἰτία Θουκ. 6. 105. 2) εὐκόλως ἀποδεχόμενος προφάσεις, Ἀππ. Καρχηδ. 64.

Greek Monolingual

εὐπροφάσιστος, -ον (Α)
1. αυτός που χρησιμεύει εύκολα ως πρόφαση, ο ευλογοφανής
2. φρ. «εὐπροφάσιστόν (ἐστι)» — είναι εύλογο
3. αυτός που αποδέχεται εύκολα προφάσεις.
επίρρ...
εὐπροφασίστως (ΑΜ)
με ευλογοφανή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προ-φασίζομαι (πρβλ. α-προ-φάσιστος)].

Greek Monotonic

εὐπροφάσιστος: -ον, αυτός που έχει καλή πρόφαση, πειστικό πρόσχημα, εύσχημος φαινομενικά, σε Θουκ.

Middle Liddell

εὐ-προφάσιστος, ον
with good pretext, plausible, Thuc.

Lexicon Thucydideum

honestum praetextum habens, having an honorable excuse, 6.105.2.