λιμνώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
(5)
(CSV import)
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=limnodis
|Transliteration C=limnodis
|Beta Code=limnw/dhs
|Beta Code=limnw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">marshy</b>, ὕδωρ Hp.<b class="b2">Aër</b>.10, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span>353b24</span>; ὁ Πόντος ἐστὶ λ. διὰ τὸ πολλοὺς ποταμοὺς εἰς αὐτὸν ῥεῖν <span class="bibl">Id.<span class="title">Pr.</span>932a28</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of <b class="b2">marshy ground</b>, τὸ λ. τοῦ Στρυμόνος <span class="bibl">Th.5.7</span>.</span>
|Definition=λιμνῶδες,<br><span class="bld">A</span> [[marshy]], ὕδωρ Hp.Aër.10, cf. [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''353b24; ὁ Πόντος ἐστὶ λ. διὰ τὸ πολλοὺς ποταμοὺς εἰς αὐτὸν ῥεῖν Id.''Pr.''932a28.<br><span class="bld">2</span> of [[marshy ground]], τὸ λ. τοῦ Στρυμόνος Th.5.7.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0048.png Seite 48]] sumpfartig, sumpfig, τόποι, Pol. 3, 28, 8 u. Sp.; – τὸ λιμνῶδες τοῦ Στρυμόνος verbindet Thuc. 5, 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0048.png Seite 48]] sumpfartig, sumpfig, τόποι, Pol. 3, 28, 8 u. Sp.; – τὸ λιμνῶδες τοῦ Στρυμόνος verbindet Thuc. 5, 7.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />qui a l'aspect <i>ou</i> la nature d'un marais ; τὸ λιμνῶδες THC aspect marécageux d'une terre.<br />'''Étymologie:''' [[λίμνη]], -ωδης.
}}
{{elru
|elrutext='''λιμνώδης:'''<br /><b class="num">1</b> [[болотистый]], [[богатый болотами]] (ὁ [[Πόντος]] Arst.; τόποι Polyb.; [[διάχυσις]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[болотный]] (''[[sc.]]'' τὰ ὕδατα Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λιμνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς λίμνην ἢ [[ἕλος]], [[ἑλώδης]], [[ὕδωρ]] Ἱππ. π. Ἀέρ. 287, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6· ὁ Πόντος ἐστὶ λ. διὰ τὸ πολλοὺς ποταμοὺς εἰς αὐτὸν ρεῖν ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 23. 6, 2. 2) ἐπὶ ἐδάφους, τὸ λ. τοῦ Στρυμόνος, ἑλῶδες [[ἔδαφος]] κατὰ τὸ [[στόμιον]] τοῦ Στρυμόνος, Θουκ. 5. 7.
|lstext='''λιμνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς λίμνην ἢ [[ἕλος]], [[ἑλώδης]], [[ὕδωρ]] Ἱππ. π. Ἀέρ. 287, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6· ὁ Πόντος ἐστὶ λ. διὰ τὸ πολλοὺς ποταμοὺς εἰς αὐτὸν ρεῖν ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 23. 6, 2. 2) ἐπὶ ἐδάφους, τὸ λ. τοῦ Στρυμόνος, ἑλῶδες [[ἔδαφος]] κατὰ τὸ [[στόμιον]] τοῦ Στρυμόνος, Θουκ. 5. 7.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />qui a l’aspect <i>ou</i> la nature d’un marais ; τὸ λιμνῶδες THC aspect marécageux d’une terre.<br />'''Étymologie:''' [[λίμνη]], -ωδης.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[λιμνώδης]], -ῶδες) [[λίμνη]]<br />(για [[τόπο]]) [[γεμάτος]] λίμνες, [[ελώδης]], [[τεναγώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που μοιάζει με [[λίμνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λιμνῶδες</i><br />ελώδες [[έδαφος]] («τὸ λιμνῶδες τοῡ Στρυμόνος», <b>Θουκ.</b>).
|mltxt=-ες (Α [[λιμνώδης]], -ῶδες) [[λίμνη]]<br />(για [[τόπο]]) [[γεμάτος]] λίμνες, [[ελώδης]], [[τεναγώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που μοιάζει με [[λίμνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λιμνῶδες</i><br />ελώδες [[έδαφος]] («τὸ λιμνῶδες τοῦ Στρυμόνος», <b>Θουκ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λιμνώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με [[λίμνη]] ή [[έλος]], [[ελώδης]]· <i>τὸ λιμνῶδες τοῦ Στρυμόνος</i>, ελώδες [[έδαφος]] στο [[στόμιο]] του ποταμού Στρυμόνα, σε Θουκ.
|lsmtext='''λιμνώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με [[λίμνη]] ή [[έλος]], [[ελώδης]]· <i>τὸ λιμνῶδες τοῦ Στρυμόνος</i>, ελώδες [[έδαφος]] στο [[στόμιο]] του ποταμού Στρυμόνα, σε Θουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λιμν-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />like a [[marsh]], [[marshy]]: τὸ λιμνῶδες τοῦ Στρυμόνος the [[marshy]] [[ground]] at the [[mouth]] of the [[Strymon]], Thuc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[ad lacum pertinens]]'', [[adjoining the lake]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.7.4/ 5.7.4].
}}
}}

Latest revision as of 14:32, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιμνώδης Medium diacritics: λιμνώδης Low diacritics: λιμνώδης Capitals: ΛΙΜΝΩΔΗΣ
Transliteration A: limnṓdēs Transliteration B: limnōdēs Transliteration C: limnodis Beta Code: limnw/dhs

English (LSJ)

λιμνῶδες,
A marshy, ὕδωρ Hp.Aër.10, cf. Arist.Mete.353b24; ὁ Πόντος ἐστὶ λ. διὰ τὸ πολλοὺς ποταμοὺς εἰς αὐτὸν ῥεῖν Id.Pr.932a28.
2 of marshy ground, τὸ λ. τοῦ Στρυμόνος Th.5.7.

German (Pape)

[Seite 48] sumpfartig, sumpfig, τόποι, Pol. 3, 28, 8 u. Sp.; – τὸ λιμνῶδες τοῦ Στρυμόνος verbindet Thuc. 5, 7.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui a l'aspect ou la nature d'un marais ; τὸ λιμνῶδες THC aspect marécageux d'une terre.
Étymologie: λίμνη, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

λιμνώδης:
1 болотистый, богатый болотами (ὁ Πόντος Arst.; τόποι Polyb.; διάχυσις Plut.);
2 болотный (sc. τὰ ὕδατα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

λιμνώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς λίμνην ἢ ἕλος, ἑλώδης, ὕδωρ Ἱππ. π. Ἀέρ. 287, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6· ὁ Πόντος ἐστὶ λ. διὰ τὸ πολλοὺς ποταμοὺς εἰς αὐτὸν ρεῖν ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 23. 6, 2. 2) ἐπὶ ἐδάφους, τὸ λ. τοῦ Στρυμόνος, ἑλῶδες ἔδαφος κατὰ τὸ στόμιον τοῦ Στρυμόνος, Θουκ. 5. 7.

Greek Monolingual

-ες (Α λιμνώδης, -ῶδες) λίμνη
(για τόπο) γεμάτος λίμνες, ελώδης, τεναγώδης
νεοελλ.
αυτός που μοιάζει με λίμνη
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λιμνῶδες
ελώδες έδαφος («τὸ λιμνῶδες τοῦ Στρυμόνος», Θουκ.).

Greek Monotonic

λιμνώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με λίμνη ή έλος, ελώδης· τὸ λιμνῶδες τοῦ Στρυμόνος, ελώδες έδαφος στο στόμιο του ποταμού Στρυμόνα, σε Θουκ.

Middle Liddell

λιμν-ώδης, ες εἶδος
like a marsh, marshy: τὸ λιμνῶδες τοῦ Στρυμόνος the marshy ground at the mouth of the Strymon, Thuc.

Lexicon Thucydideum

ad lacum pertinens, adjoining the lake, 5.7.4.