λιμνώδης: Difference between revisions
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
(6_7) |
(CSV import) |
||
(23 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=limnodis | |Transliteration C=limnodis | ||
|Beta Code=limnw/dhs | |Beta Code=limnw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=λιμνῶδες,<br><span class="bld">A</span> [[marshy]], ὕδωρ Hp.Aër.10, cf. [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''353b24; ὁ Πόντος ἐστὶ λ. διὰ τὸ πολλοὺς ποταμοὺς εἰς αὐτὸν ῥεῖν Id.''Pr.''932a28.<br><span class="bld">2</span> of [[marshy ground]], τὸ λ. τοῦ Στρυμόνος Th.5.7. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0048.png Seite 48]] sumpfartig, sumpfig, τόποι, Pol. 3, 28, 8 u. Sp.; – τὸ λιμνῶδες τοῦ Στρυμόνος verbindet Thuc. 5, 7. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0048.png Seite 48]] sumpfartig, sumpfig, τόποι, Pol. 3, 28, 8 u. Sp.; – τὸ λιμνῶδες τοῦ Στρυμόνος verbindet Thuc. 5, 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες:<br />qui a l'aspect <i>ou</i> la nature d'un marais ; τὸ λιμνῶδες THC aspect marécageux d'une terre.<br />'''Étymologie:''' [[λίμνη]], -ωδης. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λιμνώδης:'''<br /><b class="num">1</b> [[болотистый]], [[богатый болотами]] (ὁ [[Πόντος]] Arst.; τόποι Polyb.; [[διάχυσις]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[болотный]] (''[[sc.]]'' τὰ ὕδατα Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λιμνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς λίμνην ἢ [[ἕλος]], [[ἑλώδης]], [[ὕδωρ]] Ἱππ. π. Ἀέρ. 287, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6· ὁ Πόντος ἐστὶ λ. διὰ τὸ πολλοὺς ποταμοὺς εἰς αὐτὸν ρεῖν ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 23. 6, 2. 2) ἐπὶ ἐδάφους, τὸ λ. τοῦ Στρυμόνος, ἑλῶδες [[ἔδαφος]] κατὰ τὸ [[στόμιον]] τοῦ Στρυμόνος, Θουκ. 5. 7. | |lstext='''λιμνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς λίμνην ἢ [[ἕλος]], [[ἑλώδης]], [[ὕδωρ]] Ἱππ. π. Ἀέρ. 287, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6· ὁ Πόντος ἐστὶ λ. διὰ τὸ πολλοὺς ποταμοὺς εἰς αὐτὸν ρεῖν ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 23. 6, 2. 2) ἐπὶ ἐδάφους, τὸ λ. τοῦ Στρυμόνος, ἑλῶδες [[ἔδαφος]] κατὰ τὸ [[στόμιον]] τοῦ Στρυμόνος, Θουκ. 5. 7. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες (Α [[λιμνώδης]], -ῶδες) [[λίμνη]]<br />(για [[τόπο]]) [[γεμάτος]] λίμνες, [[ελώδης]], [[τεναγώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που μοιάζει με [[λίμνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λιμνῶδες</i><br />ελώδες [[έδαφος]] («τὸ λιμνῶδες τοῦ Στρυμόνος», <b>Θουκ.</b>). | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λιμνώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με [[λίμνη]] ή [[έλος]], [[ελώδης]]· <i>τὸ λιμνῶδες τοῦ Στρυμόνος</i>, ελώδες [[έδαφος]] στο [[στόμιο]] του ποταμού Στρυμόνα, σε Θουκ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λιμν-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />like a [[marsh]], [[marshy]]: τὸ λιμνῶδες τοῦ Στρυμόνος the [[marshy]] [[ground]] at the [[mouth]] of the [[Strymon]], Thuc. | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[ad lacum pertinens]]'', [[adjoining the lake]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.7.4/ 5.7.4]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:32, 16 November 2024
English (LSJ)
λιμνῶδες,
A marshy, ὕδωρ Hp.Aër.10, cf. Arist.Mete.353b24; ὁ Πόντος ἐστὶ λ. διὰ τὸ πολλοὺς ποταμοὺς εἰς αὐτὸν ῥεῖν Id.Pr.932a28.
2 of marshy ground, τὸ λ. τοῦ Στρυμόνος Th.5.7.
German (Pape)
[Seite 48] sumpfartig, sumpfig, τόποι, Pol. 3, 28, 8 u. Sp.; – τὸ λιμνῶδες τοῦ Στρυμόνος verbindet Thuc. 5, 7.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
qui a l'aspect ou la nature d'un marais ; τὸ λιμνῶδες THC aspect marécageux d'une terre.
Étymologie: λίμνη, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
λιμνώδης:
1 болотистый, богатый болотами (ὁ Πόντος Arst.; τόποι Polyb.; διάχυσις Plut.);
2 болотный (sc. τὰ ὕδατα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
λιμνώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς λίμνην ἢ ἕλος, ἑλώδης, ὕδωρ Ἱππ. π. Ἀέρ. 287, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6· ὁ Πόντος ἐστὶ λ. διὰ τὸ πολλοὺς ποταμοὺς εἰς αὐτὸν ρεῖν ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 23. 6, 2. 2) ἐπὶ ἐδάφους, τὸ λ. τοῦ Στρυμόνος, ἑλῶδες ἔδαφος κατὰ τὸ στόμιον τοῦ Στρυμόνος, Θουκ. 5. 7.
Greek Monolingual
-ες (Α λιμνώδης, -ῶδες) λίμνη
(για τόπο) γεμάτος λίμνες, ελώδης, τεναγώδης
νεοελλ.
αυτός που μοιάζει με λίμνη
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λιμνῶδες
ελώδες έδαφος («τὸ λιμνῶδες τοῦ Στρυμόνος», Θουκ.).
Greek Monotonic
λιμνώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με λίμνη ή έλος, ελώδης· τὸ λιμνῶδες τοῦ Στρυμόνος, ελώδες έδαφος στο στόμιο του ποταμού Στρυμόνα, σε Θουκ.
Middle Liddell
λιμν-ώδης, ες εἶδος
like a marsh, marshy: τὸ λιμνῶδες τοῦ Στρυμόνος the marshy ground at the mouth of the Strymon, Thuc.