κελευστής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(CSV import)
 
Line 39: Line 39:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=αὐτός πού διατάζει). Ἀπό τό [[κελεύω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
|mantxt=(=αὐτός πού διατάζει). Ἀπό τό [[κελεύω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[hortator]], [[qui celeusma canit]]'', [[encourager]], [[one who sings the beat]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.84.3/ 2.84.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.70.6/ 7.70.6], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%207.70.7/ 7.70.7].
}}
}}

Latest revision as of 14:33, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελευστής Medium diacritics: κελευστής Low diacritics: κελευστής Capitals: ΚΕΛΕΥΣΤΗΣ
Transliteration A: keleustḗs Transliteration B: keleustēs Transliteration C: kelefstis Beta Code: keleusth/s

English (LSJ)

κελευστοῦ, ὁ, boatswain, who gives the time to the rowers, E.Hel.1576, Ar.Ach.554, Th.2.84, X.HG5.1.8, Pl.Alc.1.125c, Phld. Rh.1.361 S., D.S.20.50, Arr.Fr.151 J.

German (Pape)

[Seite 1415] ὁ, der Befehler, Gebieter; auf dem Schiffe derjenige, welcher den Ruderern den Takt angiebt, nach dem sie rudern müssen, οἱ κελευσταὶ καθ' ἑκάστην ναῦν τὸ ἐνδόσιμον τοῖς ἐρέταις ἐνέδοσαν Suid.; Thuc. 2, 84; λίθων ψόφῳ τῶν κελευστῶν ἀντὶ φωνῆς χρωμένων Xen. Hell. 5, 1, 8; Eur. Hel. 16, 2; Ar. Ach. 553; Plat. Alc. I, 125 c; Sp., wie Plut. Them. 19. Bei D. Sic. 20, 50 Herold.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
chef des rameurs, celui qui marque la mesure pour le mouvement des rames.
Étymologie: κελεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κελευστής -οῦ, ὁ [κελεύω] bootsman (die de maat bij het roeien aangeeft).

Russian (Dvoretsky)

κελευστής: οῦ ὁ
1 начальник команды гребцов, старший (отбивавший такт гребцам) Xen., Thuc., Plut.;
2 глашатай Diod., Plut.

Greek Monolingual

ο (Α κελευστής και δ. γρφ. κελευτής) κελεύω
νεοελλ.
υπαξιωματικός του πολεμικού ναυτικού, που αντιστοιχεί με τον λοχία του στρατού ξηράς και τον σμηνία της πολεμικής αεροπορίας
αρχ.
1. αυτός που δίνει τις οδηγίες, τις διαταγές στους κωπηλάτες, αυτός που δίνει τον ρυθμό της κωπηλασίας στους κωπηλάτες
2. κήρυκας, τελάλης.

Greek Monotonic

κελευστής: -οῦ, ὁ (κελεύω), κελευστής στο πλοίο, ο οποίος έδινε τον ρυθμό στους κωπηλάτες, σε Ευρ., Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κελευστής: -οῦ, ὁ, ὁ κελεύων, προστάσσων, παρορμῶν, ἰδίως, ὁ ὁδηγῶν τοὺς κωπηλάτας, ὁ δίδων τὸν ῥυθμὸν τῆς κωπηλασίας εἰς αὐτούς, Εὐρ. Ἑλ. 1576, Ἀριστοφ. Ἀχ. 554, Θουκ. 2. 84, κτλ.· πρβλ Blomf. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 403 (397)· ὁ Πολυδ. Α', 96 συνάπτει, κελευστὴς καὶ τριηραύλης. ΙΙ. κήρυξ, Διόδ. 20. 50· πρβλ. Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1273.

Middle Liddell

κελευστής, οῦ, κελεύω
the signalman on board ship, who gave the time to the rowers, Eur., Thuc.

English (Woodhouse)

one who gives the time

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού διατάζει). Ἀπό τό κελεύω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Lexicon Thucydideum

hortator, qui celeusma canit, encourager, one who sings the beat, 2.84.3, 7.70.6, 7.70.7.