προσαπόλλυμι: Difference between revisions

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
(CSV import)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosapollymi
|Transliteration C=prosapollymi
|Beta Code=prosapo/llumi
|Beta Code=prosapo/llumi
|Definition=(also <span class="sense"><span class="bld">A</span> προσαπολλύω <span class="bibl">Hdt.1.207</span>), [[destroy besides]], κἀκεῖνον <span class="bibl">Id.2.121</span>.β; προσαπολλύουσι καὶ τὰς μητέρας <span class="bibl">Id.6.138</span>, cf. <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>1374</span> (lyr.):—Med. and Pass., [[perish besides]] or [[with others]], ἵνα μὴ προσαπόλωνται <span class="bibl">Hdt.6.100</span>; τοὺς φίλους προσαπολωλέναι <span class="bibl">Lys.12.64</span>; ἐλεοῖντ' ἂν δικαιότερον ἢ προσαπολλύοιντο <span class="bibl">D.57.45</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[lose besides]], τὴν ἀρχήν <span class="bibl">Hdt.1.207</span>, cf. <span class="bibl">9.23</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>1256</span>; τὰ ἀρχαῖα π. πρὸς οἷς ἐκτήσαντο <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>519a</span>.</span>
|Definition=(also<br><span class="bld">A</span> προσαπολλύω [[Herodotus|Hdt.]]1.207), [[destroy besides]], κἀκεῖνον Id.2.121.β; προσαπολλύουσι καὶ τὰς μητέρας Id.6.138, cf. E.''Hipp.''1374 (lyr.):—Med. and Pass., [[perish besides]] or [[with others]], ἵνα μὴ προσαπόλωνται [[Herodotus|Hdt.]]6.100; τοὺς φίλους προσαπολωλέναι Lys.12.64; ἐλεοῖντ' ἂν δικαιότερον ἢ προσαπολλύοιντο D.57.45.<br><span class="bld">II</span> [[lose besides]], τὴν ἀρχήν [[Herodotus|Hdt.]]1.207, cf. 9.23, Ar.''Nu.''1256; τὰ ἀρχαῖα π. πρὸς οἷς ἐκτήσαντο [[Plato|Pl.]]''[[Gorgias|Grg.]]'' 519a.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προσαπολέσω, <i>ao.</i> προσαπώλεσα, <i>etc.</i><br /><b>1</b> faire périr <i>ou</i> détruire en outre <i>ou</i> en même temps ; <i>Pass.</i> προσαπόλλυμαι, périr en outre;<br /><b>2</b> perdre en outre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀπόλλυμι]].
|btext=<i>f.</i> προσαπολέσω, <i>ao.</i> προσαπώλεσα, <i>etc.</i><br /><b>1</b> [[faire périr]] <i>ou</i> détruire en outre <i>ou</i> en même temps ; <i>Pass.</i> προσαπόλλυμαι, périr en outre;<br /><b>2</b> [[perdre en outre]], acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀπόλλυμι]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προσ-απόλλυμι en προσ-απολλύω act. met acc. ook nog doden:. προσαπολλύουσι δέ σφεων καὶ τὰς μήτερας daarnaast doodden ze ook hun moeders Hdt. 6.138.4. ook nog verliezen:. προσαπολλύεις πᾶσαν τὴν ἀρχήν u verliest tegelijk uw gehele heerschappij Hdt. 1.207.3. med. intrans. ook nog omkomen, met perf. προσαπόλωλα:. ἄξιον μὲν γὰρ ἦν καὶ τοὺς φίλους προσαπολωλέναι de vrienden verdienden ook de dood Lys. 12.64.
|elnltext=προσ-απόλλυμι en προσ-απολλύω act. met acc. ook nog doden:. προσαπολλύουσι δέ σφεων καὶ τὰς μήτερας daarnaast doodden ze ook hun moeders Hdt. 6.138.4. ook nog verliezen:. προσαπολλύεις πᾶσαν τὴν ἀρχήν u verliest tegelijk uw gehele heerschappij Hdt. 1.207.3. med. intrans. ook nog omkomen, met perf. προσαπόλωλα:. ἄξιον μὲν γὰρ ἦν καὶ τοὺς φίλους προσαπολωλέναι de vrienden verdienden ook de dood Lys. 12.64.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''προσαπόλλῡμι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сверх того или в то же время губить]], [[уничтожать]], [[убивать]] (τινα Her., Plut.); pass. вместе погибать Her.;<br /><b class="num">2)</b> [[сверх того терять]] Plat.: πρὸς ἐκείνῳ ἄλλους προσαπώλεσαν τῶν ἱππέων Her. помимо него (персы) потеряли и других всадников.
|elrutext='''προσαπόλλῡμι:'''<br /><b class="num">1</b> [[сверх того или в то же время губить]], [[уничтожать]], [[убивать]] (τινα Her., Plut.); pass. вместе погибать Her.;<br /><b class="num">2</b> [[сверх того терять]] Plat.: πρὸς ἐκείνῳ ἄλλους προσαπώλεσαν τῶν ἱππέων Her. помимо него (персы) потеряли и других всадников.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και προσαπολλύω Α<br /><b>1.</b> [[αφανίζω]], [[καταστρέφω]], [[εξολοθρεύω]] κάποιον επί [[πλέον]] («ἔδοξέ σφι κτείνειν τοὺς παῑδας... προσαπολλύουσι δὲ σφεων καὶ τὰς μητέρας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χάνω]] [[κάτι]] [[ακόμη]]<br /><b>3.</b> (μέσ. και παθ.) <i>προσαπόλλυμαι</i> και <i>προσαπολλύομαι</i><br />[[χάνομαι]], αφανίζομαι επί [[πλέον]] ή [[μαζί]] με άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀπόλλυμι]] / -<i>ύω</i> «[[καταστρέφω]], [[σκοτώνω]], [[χάνω]]»].
|mltxt=και προσαπολλύω Α<br /><b>1.</b> [[αφανίζω]], [[καταστρέφω]], [[εξολοθρεύω]] κάποιον επί [[πλέον]] («ἔδοξέ σφι κτείνειν τοὺς παῖδας... προσαπολλύουσι δὲ σφεων καὶ τὰς μητέρας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χάνω]] [[κάτι]] [[ακόμη]]<br /><b>3.</b> (μέσ. και παθ.) <i>προσαπόλλυμαι</i> και <i>προσαπολλύομαι</i><br />[[χάνομαι]], αφανίζομαι επί [[πλέον]] ή [[μαζί]] με άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀπόλλυμι]] / -<i>ύω</i> «[[καταστρέφω]], [[σκοτώνω]], [[χάνω]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσαπόλλῡμι:''' και -ύω, μέλ. <i>-ολέσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[καταστρέφω]] [[επιπλέον]] ή επίσης, σε Ηρόδ., Ευρ. — Μέσ., αόρ. βʹ <i>-ωλόμην</i>, παρακ. <i>-όλωλα</i>· [[χάνομαι]], καταστρέφομαι [[επιπλέον]] ή μαζί με άλλους, σε Ηρόδ., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> χάνω [[επιπλέον]], τὴν [[ἀρχήν]], σε Ηρόδ., Πλάτ.
|lsmtext='''προσαπόλλῡμι:''' και -ύω, μέλ. <i>-ολέσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[καταστρέφω]] [[επιπλέον]] ή επίσης, σε Ηρόδ., Ευρ. — Μέσ., αόρ. βʹ <i>-ωλόμην</i>, παρακ. <i>-όλωλα</i>· [[χάνομαι]], καταστρέφομαι [[επιπλέον]] ή μαζί με άλλους, σε Ηρόδ., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> χάνω [[επιπλέον]], τὴν [[ἀρχήν]], σε Ηρόδ., Πλάτ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=and -ύω fut. -ολέσω<br /><b class="num">I.</b> to [[destroy]] [[besides]] or also, Hdt., Eur.:—Mid. aor2 -ωλόμην: perf. -όλωλα:— to [[perish]] [[besides]] or with others, Hdt., Dem.<br /><b class="num">II.</b> to [[lose]] [[besides]], τὴν [[ἀρχήν]] Hdt., Plat.
|mdlsjtxt=and -ύω fut. -ολέσω<br /><b class="num">I.</b> to [[destroy]] [[besides]] or also, Hdt., Eur.:—Mid. aor2 -ωλόμην: perf. -όλωλα:— to [[perish]] [[besides]] or with others, Hdt., Dem.<br /><b class="num">II.</b> to [[lose]] [[besides]], τὴν [[ἀρχήν]] Hdt., Plat.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[insuper perire]]'', to [[perish besides]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.143.5/ 1.143.5], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.71.7/ 7.71.7].
}}
}}

Latest revision as of 14:43, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαπόλλῡμι Medium diacritics: προσαπόλλυμι Low diacritics: προσαπόλλυμι Capitals: ΠΡΟΣΑΠΟΛΛΥΜΙ
Transliteration A: prosapóllymi Transliteration B: prosapollymi Transliteration C: prosapollymi Beta Code: prosapo/llumi

English (LSJ)

(also
A προσαπολλύω Hdt.1.207), destroy besides, κἀκεῖνον Id.2.121.β; προσαπολλύουσι καὶ τὰς μητέρας Id.6.138, cf. E.Hipp.1374 (lyr.):—Med. and Pass., perish besides or with others, ἵνα μὴ προσαπόλωνται Hdt.6.100; τοὺς φίλους προσαπολωλέναι Lys.12.64; ἐλεοῖντ' ἂν δικαιότερον ἢ προσαπολλύοιντο D.57.45.
II lose besides, τὴν ἀρχήν Hdt.1.207, cf. 9.23, Ar.Nu.1256; τὰ ἀρχαῖα π. πρὸς οἷς ἐκτήσαντο Pl.Grg. 519a.

German (Pape)

[Seite 751] (s. ὄλλυμι), noch dazu verderben, vernichten, zerstören, tödten, προσαπ όλλυτέ με, Eur. Hipp. 1374; Her. 1, 207, προσαπολλύουσι καὶ τὰς μητέρας, 6, 138; Plat. ὅταν καὶ τὰ ἀρχαῖα προσαπολλύωσι πρὸς οἷς ἐκτήσαντο, Gorg. 519 a; Folgde; προσαπολέσαι Pol. 1, 74, 3. – Pass. noch dazu, zugleich umkommen; Her. 6, 100; προσαπόλωλα Lys. in Eratosth. 14; Folgde.

French (Bailly abrégé)

f. προσαπολέσω, ao. προσαπώλεσα, etc.
1 faire périr ou détruire en outre ou en même temps ; Pass. προσαπόλλυμαι, périr en outre;
2 perdre en outre, acc..
Étymologie: πρός, ἀπόλλυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-απόλλυμι en προσ-απολλύω act. met acc. ook nog doden:. προσαπολλύουσι δέ σφεων καὶ τὰς μήτερας daarnaast doodden ze ook hun moeders Hdt. 6.138.4. ook nog verliezen:. προσαπολλύεις πᾶσαν τὴν ἀρχήν u verliest tegelijk uw gehele heerschappij Hdt. 1.207.3. med. intrans. ook nog omkomen, met perf. προσαπόλωλα:. ἄξιον μὲν γὰρ ἦν καὶ τοὺς φίλους προσαπολωλέναι de vrienden verdienden ook de dood Lys. 12.64.

Russian (Dvoretsky)

προσαπόλλῡμι:
1 сверх того или в то же время губить, уничтожать, убивать (τινα Her., Plut.); pass. вместе погибать Her.;
2 сверх того терять Plat.: πρὸς ἐκείνῳ ἄλλους προσαπώλεσαν τῶν ἱππέων Her. помимо него (персы) потеряли и других всадников.

Greek (Liddell-Scott)

προσαπόλλῡμι: καὶ -ύω, ἀπόλλυμι, καταστρέφω προσέτι, τινα Ἡρόδ. 2. 121, 2· προσαπολλύουσι καὶ τὰς μητέρας ὁ αὐτ. 138, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1374. ― Μέσ. καὶ παθ., καταστρέφομαι προσέτι ἢ μετ’ ἄλλων, ἵνα μὴ προσαπόλλωνται Ἡρόδ. 6. 100· τοὺς φίλους προσαπολωλέναι Λυσί. 126. 5· ἐλοῖντ’ ἂν δικαιότερον ἢ προσαπολλύοιντο Δημ. 1313. 4. ΙΙ. χάνω προσέτι, τὴν ἀρχὴν Ἡρόδ. 1. 207, πρβλ. 9. 23· τὰ ἀρχαῖα πρ. πρὸς οἷς ἐκτήσαντο Πλάτ. Γοργ. 519Α, ἴδε προσαποβάλλω.

Greek Monolingual

και προσαπολλύω Α
1. αφανίζω, καταστρέφω, εξολοθρεύω κάποιον επί πλέον («ἔδοξέ σφι κτείνειν τοὺς παῖδας... προσαπολλύουσι δὲ σφεων καὶ τὰς μητέρας», Ηρόδ.)
2. χάνω κάτι ακόμη
3. (μέσ. και παθ.) προσαπόλλυμαι και προσαπολλύομαι
χάνομαι, αφανίζομαι επί πλέον ή μαζί με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀπόλλυμι / -ύω «καταστρέφω, σκοτώνω, χάνω»].

Greek Monotonic

προσαπόλλῡμι: και -ύω, μέλ. -ολέσω,
I. καταστρέφω επιπλέον ή επίσης, σε Ηρόδ., Ευρ. — Μέσ., αόρ. βʹ -ωλόμην, παρακ. -όλωλα· χάνομαι, καταστρέφομαι επιπλέον ή μαζί με άλλους, σε Ηρόδ., Δημ.
II. χάνω επιπλέον, τὴν ἀρχήν, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Middle Liddell

and -ύω fut. -ολέσω
I. to destroy besides or also, Hdt., Eur.:—Mid. aor2 -ωλόμην: perf. -όλωλα:— to perish besides or with others, Hdt., Dem.
II. to lose besides, τὴν ἀρχήν Hdt., Plat.

Lexicon Thucydideum

insuper perire, to perish besides, 1.143.5, 7.71.7.