μαθητέος: Difference between revisions
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
m (Text replacement - "Hdt" to "Hdt") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μᾰθητέος, η, ον verb. adj. of [[μανθάνω]]<br /><b class="num">I.</b> [[to be learnt]], | |mdlsjtxt=μᾰθητέος, η, ον verb. adj. of [[μανθάνω]]<br /><b class="num">I.</b> [[to be learnt]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> μαθητέον, one must [[learn]], Ar., Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 18 November 2024
English (LSJ)
α, ον,
A to be learnt, Pl.Lg.822c.
II μαθητέον, one must learn, Hdt.7.16. γ', Ar.V.1262, Pl.Lg.818d; τέχνας παρά τινος X.Mem.2.1.28.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de μανθάνω.
German (Pape)
adj. verb. zu μανθάνω, zu lernen und allgemein, zu erkennen, wahrzunehmen, Her. 7.16.3; πόσα καὶ πότε μαθητέον, Plat. Legg. VII.818d.
Russian (Dvoretsky)
μᾰθητέος: adj. verb. к μανθάνω.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰθητέος: -α, -ον, ῥήμ. ἐπίθ. τοῦ μανθάνω, ὃν πρέπει τις νὰ μάθῃ ἢ ἐννοήσῃ, Ἡρόδ. 7. 16. 3. II. μαθητέον, πρέπει τις νὰ μάθῃ, Ἀριστοφ. Σφ. 1262, Πλάτ. Νόμ. 818D· τι παρά τινος Ξεν. Ἀπομνημ. 2. 1, 28.
Greek Monotonic
μᾰθητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του μανθάνω·
I.αυτό που πρόκειται να μαθευτεί, να διδαχθεί, σε Ηρόδ.
II.μαθητέον, κάτι που πρέπει να μαθευτεί, σε Αριστοφ., Ξεν.
Middle Liddell
μᾰθητέος, η, ον verb. adj. of μανθάνω
I. to be learnt, Hdt.
II. μαθητέον, one must learn, Ar., Xen.