συναρχία: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt

Menander, Monostichoi, 360
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synarchia
|Transliteration C=synarchia
|Beta Code=sunarxi/a
|Beta Code=sunarxi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[joint administration]] or [[government]], τινων <span class="bibl">D.C.53.2</span>; πρός τινα <span class="bibl">Id.47.7</span>; περὶ τὰ στρατιωτικά <span class="bibl">Str.15.1.52</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> in pl., <b class="b3">αἱ σ</b>. the [[collective magistracy]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1298a14</span>, <span class="bibl">Aen.Tact.4.11</span>, Anon. Hist. (<span class="title">FGrH</span>160) p.887 J., <span class="title">IG</span>7.15 (Megara, ii B.C.), 42(1).79 (Arcadian, found at Epid., ii B.C.), Decr.Aetol. ap. <span class="bibl">Eust.270.40</span>, <span class="bibl">Plb.27.2.11</span>, etc.: so in sg., <span class="title">SIG</span>426.32 (Bargylia, found at Teos, iii B.C.), al., <span class="bibl">Str.5.3.2</span>.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[joint administration]] or [[government]], τινων D.C.53.2; πρός τινα Id.47.7; περὶ τὰ στρατιωτικά Str.15.1.52.<br><span class="bld">II</span> in plural, <b class="b3">αἱ σ.</b> the [[collective magistracy]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1298a14, Aen.Tact.4.11, Anon. Hist. (''FGrH''160) p.887 J., ''IG''7.15 (Megara, ii B.C.), 42(1).79 (Arcadian, found at Epid., ii B.C.), Decr.Aetol. ap. Eust.270.40, Plb.27.2.11, etc.: so in sg., ''SIG''426.32 (Bargylia, found at Teos, iii B.C.), al., Str.5.3.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1004.png Seite 1004]] ἡ, die Mitherrschaft, Mitverwaltung der Regierung od. eines obrigkeitlichen Amtes; – αἱ συναρχίαι, die sämmtlichen Magistratsmitglieder, Magistratsversammlung; Arist. polit. 4, 14; Pol. 4, 4, 2. 27, 2, 11.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1004.png Seite 1004]] ἡ, die Mitherrschaft, Mitverwaltung der Regierung od. eines obrigkeitlichen Amtes; – αἱ συναρχίαι, die sämmtlichen Magistratsmitglieder, Magistratsversammlung; Arist. polit. 4, 14; Pol. 4, 4, 2. 27, 2, 11.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''συναρχία''': ἡ, κοινὴ [[διοίκησις]] ἢ [[κυβέρνησις]], τινῶν Δίων Κ. 53. 2· [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. 47. 7· περὶ τὰ στρατιωτικὰ Στράβ. 708. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., αἱ συναρχίαι, οἱ ἄρχοντες [[ὁμοῦ]], [[συλλήβδην]], Ἀριστ. Πολιτ. 4. 14, 4, Ψήφισμ. Αἰτωλ. παρ’ Εὐστ. 279. 40, Πολύβ., κλπ.
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[pouvoir commun]] <i>ou</i> partagé, notamment <i>en parl. du triumvirat à Rome</i>;<br /><b>2</b> αἱ συναρχίαι magistrature collective.<br />'''Étymologie:''' [[σύναρχος]].
}}
}}
{{bailly
{{elnl
|btext=ας () :<br /><b>1</b> pouvoir commun <i>ou</i> partagé, notamment <i>en parl. du triumvirat à Rome</i>;<br /><b>2</b> [[αἱ]] συναρχίαι magistrature collective.<br />'''Étymologie:''' [[σύναρχος]].
|elnltext=συναρχία -ας, ἡ [σύναρχος] in plur. colleges van bestuur(ders).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ [[σύναρχος]]<br />η ταυτόχρονη [[συνύπαρξη]] περισσότερων του ενός αρχόντων, η από κοινού [[διοίκηση]] («ἐν τῇ τοῡ Ἀντωνίου τοῡ τε Λεπίδου συναρχίᾳ», Δίων Κάσσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ συναρχίαι</i><br />όλοι οι άρχοντες [[μαζί]], οι άρχοντες γενικά<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[συναρχία]] [[περί]] τι» — [[εξάσκηση]] στην από κοινού [[διοίκηση]] (<b>Στράβ.</b>).
|mltxt=η, ΝΑ [[σύναρχος]]<br />η ταυτόχρονη [[συνύπαρξη]] περισσότερων του ενός αρχόντων, η από κοινού [[διοίκηση]] («ἐν τῇ τοῦ Ἀντωνίου τοῦ τε Λεπίδου συναρχίᾳ», Δίων Κάσσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ συναρχίαι</i><br />όλοι οι άρχοντες [[μαζί]], οι άρχοντες γενικά<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[συναρχία]] [[περί]] τι» — [[εξάσκηση]] στην από κοινού [[διοίκηση]] (<b>Στράβ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συναρχία:''' ἡ ([[ἀρχή]]),<br /><b class="num">I.</b> [[συνδιοίκηση]], [[συγκυβέρνηση]], σε Στράβ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ., <i>αἱ συναρχίαι</i>, συλλογική [[άσκηση]] εξουσίας, [[σώμα]] αρχόντων που ασκούν [[εξουσία]], σε Αριστ.
|lsmtext='''συναρχία:''' ἡ ([[ἀρχή]]),<br /><b class="num">I.</b> [[συνδιοίκηση]], [[συγκυβέρνηση]], σε Στράβ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ., <i>αἱ συναρχίαι</i>, συλλογική [[άσκηση]] εξουσίας, [[σώμα]] αρχόντων που ασκούν [[εξουσία]], σε Αριστ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=συναρχία -ας, [σύναρχος] in plur. colleges van bestuur(ders).
|lstext='''συναρχία''': ἡ, κοινὴ [[διοίκησις]] ἢ [[κυβέρνησις]], τινῶν Δίων Κ. 53. 2· [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. 47. 7· περὶ τὰ στρατιωτικὰ Στράβ. 708. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., αἱ συναρχίαι, οἱ ἄρχοντες [[ὁμοῦ]], [[συλλήβδην]], Ἀριστ. Πολιτ. 4. 14, 4, Ψήφισμ. Αἰτωλ. παρ’ Εὐστ. 279. 40, Πολύβ., κλπ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συν-αρχία, ἡ, [[ἀρχή]]<br /><b class="num">I.</b> [[joint]] [[administration]], Strab.<br /><b class="num">II.</b> in pl., αἱ συναρχίαι, the [[collective]] [[magistracy]], Arist.
|mdlsjtxt=συν-αρχία, ἡ, [[ἀρχή]]<br /><b class="num">I.</b> [[joint]] [[administration]], Strab.<br /><b class="num">II.</b> in plural, αἱ συναρχίαι, the [[collective]] [[magistracy]], Arist.
}}
}}

Latest revision as of 17:33, 21 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναρχία Medium diacritics: συναρχία Low diacritics: συναρχία Capitals: ΣΥΝΑΡΧΙΑ
Transliteration A: synarchía Transliteration B: synarchia Transliteration C: synarchia Beta Code: sunarxi/a

English (LSJ)

ἡ,
A joint administration or government, τινων D.C.53.2; πρός τινα Id.47.7; περὶ τὰ στρατιωτικά Str.15.1.52.
II in plural, αἱ σ. the collective magistracy, Arist.Pol.1298a14, Aen.Tact.4.11, Anon. Hist. (FGrH160) p.887 J., IG7.15 (Megara, ii B.C.), 42(1).79 (Arcadian, found at Epid., ii B.C.), Decr.Aetol. ap. Eust.270.40, Plb.27.2.11, etc.: so in sg., SIG426.32 (Bargylia, found at Teos, iii B.C.), al., Str.5.3.2.

German (Pape)

[Seite 1004] ἡ, die Mitherrschaft, Mitverwaltung der Regierung od. eines obrigkeitlichen Amtes; – αἱ συναρχίαι, die sämmtlichen Magistratsmitglieder, Magistratsversammlung; Arist. polit. 4, 14; Pol. 4, 4, 2. 27, 2, 11.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 pouvoir commun ou partagé, notamment en parl. du triumvirat à Rome;
2 αἱ συναρχίαι magistrature collective.
Étymologie: σύναρχος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συναρχία -ας, ἡ [σύναρχος] in plur. colleges van bestuur(ders).

Greek Monolingual

η, ΝΑ σύναρχος
η ταυτόχρονη συνύπαρξη περισσότερων του ενός αρχόντων, η από κοινού διοίκηση («ἐν τῇ τοῦ Ἀντωνίου τοῦ τε Λεπίδου συναρχίᾳ», Δίων Κάσσ.)
αρχ.
1. στον πληθ. αἱ συναρχίαι
όλοι οι άρχοντες μαζί, οι άρχοντες γενικά
2. φρ. «συναρχία περί τι» — εξάσκηση στην από κοινού διοίκηση (Στράβ.).

Greek Monotonic

συναρχία: ἡ (ἀρχή),
I. συνδιοίκηση, συγκυβέρνηση, σε Στράβ.
II. στον πληθ., αἱ συναρχίαι, συλλογική άσκηση εξουσίας, σώμα αρχόντων που ασκούν εξουσία, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

συναρχία: ἡ, κοινὴ διοίκησιςκυβέρνησις, τινῶν Δίων Κ. 53. 2· πρός τινα ὁ αὐτ. 47. 7· περὶ τὰ στρατιωτικὰ Στράβ. 708. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., αἱ συναρχίαι, οἱ ἄρχοντες ὁμοῦ, συλλήβδην, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 14, 4, Ψήφισμ. Αἰτωλ. παρ’ Εὐστ. 279. 40, Πολύβ., κλπ.

Middle Liddell

συν-αρχία, ἡ, ἀρχή
I. joint administration, Strab.
II. in plural, αἱ συναρχίαι, the collective magistracy, Arist.