νοσερός: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=noseros
|Transliteration C=noseros
|Beta Code=nosero/s
|Beta Code=nosero/s
|Definition=ά, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[νοσηρός]], of symptoms, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>7.67</span>; ν. κῶλον <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>1016</span> (anap.); <b class="b3">ν. κοίτα</b> a bed [[of sickness]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Hipp.</span>131</span> (lyr.), cf. <span class="bibl">179</span> (anap.); ν. χειμών <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>861b22</span>; [[νοσερά]], opp. [[ὑγιεινά]], Polystr.<span class="bibl">p.3</span> W., cf. <span class="bibl">Alex.Aphr. <span class="title">in Top.</span> 71.2</span>; [[unhealthy]], of persons, <span class="bibl">Ph.1.198</span> (Sup.). Adv. -ρῶς, ἔχειν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1320b36</span>.</span>
|Definition=ά, όν, = [[νοσηρός]], of symptoms, Hp.''Aph.''7.67; ν. κῶλον [[Euripides|E.]]''[[Orestes|Or.]]''1016 (anap.); <b class="b3">ν. κοίτα</b> a bed [[of sickness]], Id.''Hipp.''131 (lyr.), cf. 179 (anap.); ν. χειμών Arist.''Pr.''861b22; [[νοσερά]], opp. [[ὑγιεινά]], Polystr.p.3 W., cf. Alex.Aphr. ''in Top.'' 71.2; [[unhealthy]], of persons, Ph.1.198 (Sup.). Adv. [[νοσερῶς]], ἔχειν [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1320b36.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />[[malsain]].<br />'''Étymologie:''' [[νόσος]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[krank]]</i>, vgl. [[νοσηρός]]; [[κοίτη]], Eur. <i>Hipp</i>. 131; [[κῶλον]], <i>Or</i>. 1016; Arist. auch Kompar., <i>H.A</i>. 8.1, und adv., <i>pol</i>. 6.6.
}}
{{elru
|elrutext='''νοσερός:'''<br /><b class="num">1</b> [[больной]] ([[κῶλον]] Eur.): νοσερὰ [[κοίτη]] Eur. одр болезни;<br /><b class="num">2</b> [[несущей болезни]], [[нездоровый]] (ὁ [[χειμών]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νοσερός''': -ά, -όν, = [[νοσηρός]], Ἱππ. Ἀφορ. 1261· ν. [[κῶλον]] Εὐρ. Ὀρ. 1016· ν. [[κοίτη]], [[κλίνη]] ἀσθενείας, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολύτῳ 131, πρβλ. 180· ἐπὶ τῶν ὡρῶν τοῦ ἐνιατοῦ, [[διατί]]… ὁ χειμὼν νοσερὸς γίνεται; Ἀριστ. Προβλ. 1. 20, κ. ἀλλ. Ἐπίρρ. νοσερῶς ἔχειν τὸ [[σῶμα]] ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 6. 6, 4.
|lstext='''νοσερός''': -ά, -όν, = [[νοσηρός]], Ἱππ. Ἀφορ. 1261· ν. [[κῶλον]] Εὐρ. Ὀρ. 1016· ν. [[κοίτη]], [[κλίνη]] ἀσθενείας, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολύτῳ 131, πρβλ. 180· ἐπὶ τῶν ὡρῶν τοῦ ἐνιατοῦ, [[διατί]]… ὁ χειμὼν νοσερὸς γίνεται; Ἀριστ. Προβλ. 1. 20, κ. ἀλλ. Ἐπίρρ. νοσερῶς ἔχειν τὸ [[σῶμα]] ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 6. 6, 4.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />malsain.<br />'''Étymologie:''' [[νόσος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νοσερός]], -ά, -όν (ΑΜ)<br />(<b>για πρόσ.</b>) [[άρρωστος]], [[ασθενής]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για συμπτώματα) αυτός που επιφέρει νόσο, που έχει βλαβερές συνέπειες για την [[υγεία]], [[νοσηρός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νοσερῶς</i> (Α)<br />με νοσηρό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μογ</i>-<i>ερός</i>, <i>φθον</i>-<i>ερός</i>)].
|mltxt=[[νοσερός]], -ά, -όν (ΑΜ)<br />(<b>για πρόσ.</b>) [[άρρωστος]], [[ασθενής]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για συμπτώματα) αυτός που επιφέρει νόσο, που έχει βλαβερές συνέπειες για την [[υγεία]], [[νοσηρός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νοσερῶς</i> (Α)<br />με νοσηρό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> (<b>πρβλ.</b> [[μογερός]], [[φθονερός]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νοσερός:''' -ά, -όν, = [[νοσηρός]], σε Ευρ.· νοσερὰ [[κοίτη]], το [[κρεβάτι]] του πόνου, στο οποίο είναι ξαπλωμένος ο [[ασθενής]], στον ίδ.· επίρρ., νοσερῶς ἔχειν τὸ [[σῶμα]], σε Αριστ.
|lsmtext='''νοσερός:''' -ά, -όν, = [[νοσηρός]], σε Ευρ.· νοσερὰ [[κοίτη]], το [[κρεβάτι]] του πόνου, στο οποίο είναι ξαπλωμένος ο [[ασθενής]], στον ίδ.· επίρρ., νοσερῶς ἔχειν τὸ [[σῶμα]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''νοσερός:'''<br /><b class="num">1)</b> больной ([[κῶλον]] Eur.): νοσερὰ [[κοίτη]] Eur. одр болезни;<br /><b class="num">2)</b> несущей болезни, нездоровый (ὁ [[χειμών]] Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νοσερός]], ή, όν = [[νοσηρός]], Eur.]<br />ν. [[κοίτη]] a bed of [[sickness]], Eur.:—adv., νοσερῶς ἔχειν τὸ [[σῶμα]] Arist.
|mdlsjtxt=[[νοσερός]], ή, όν = [[νοσηρός]], Eur.]<br />ν. [[κοίτη]] a bed of [[sickness]], Eur.:—adv., νοσερῶς ἔχειν τὸ [[σῶμα]] Arist.
}}
}}

Latest revision as of 17:33, 21 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοσερός Medium diacritics: νοσερός Low diacritics: νοσερός Capitals: ΝΟΣΕΡΟΣ
Transliteration A: noserós Transliteration B: noseros Transliteration C: noseros Beta Code: nosero/s

English (LSJ)

ά, όν, = νοσηρός, of symptoms, Hp.Aph.7.67; ν. κῶλον E.Or.1016 (anap.); ν. κοίτα a bed of sickness, Id.Hipp.131 (lyr.), cf. 179 (anap.); ν. χειμών Arist.Pr.861b22; νοσερά, opp. ὑγιεινά, Polystr.p.3 W., cf. Alex.Aphr. in Top. 71.2; unhealthy, of persons, Ph.1.198 (Sup.). Adv. νοσερῶς, ἔχειν Arist.Pol.1320b36.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
malsain.
Étymologie: νόσος.

German (Pape)

krank, vgl. νοσηρός; κοίτη, Eur. Hipp. 131; κῶλον, Or. 1016; Arist. auch Kompar., H.A. 8.1, und adv., pol. 6.6.

Russian (Dvoretsky)

νοσερός:
1 больной (κῶλον Eur.): νοσερὰ κοίτη Eur. одр болезни;
2 несущей болезни, нездоровый (ὁ χειμών Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

νοσερός: -ά, -όν, = νοσηρός, Ἱππ. Ἀφορ. 1261· ν. κῶλον Εὐρ. Ὀρ. 1016· ν. κοίτη, κλίνη ἀσθενείας, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολύτῳ 131, πρβλ. 180· ἐπὶ τῶν ὡρῶν τοῦ ἐνιατοῦ, διατί… ὁ χειμὼν νοσερὸς γίνεται; Ἀριστ. Προβλ. 1. 20, κ. ἀλλ. Ἐπίρρ. νοσερῶς ἔχειν τὸ σῶμα ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 6. 6, 4.

Greek Monolingual

νοσερός, -ά, -όν (ΑΜ)
(για πρόσ.) άρρωστος, ασθενής
αρχ.
(για συμπτώματα) αυτός που επιφέρει νόσο, που έχει βλαβερές συνέπειες για την υγεία, νοσηρός.
επίρρ...
νοσερῶς (Α)
με νοσηρό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + κατάλ. -ερός (πρβλ. μογερός, φθονερός)].

Greek Monotonic

νοσερός: -ά, -όν, = νοσηρός, σε Ευρ.· νοσερὰ κοίτη, το κρεβάτι του πόνου, στο οποίο είναι ξαπλωμένος ο ασθενής, στον ίδ.· επίρρ., νοσερῶς ἔχειν τὸ σῶμα, σε Αριστ.

Middle Liddell

νοσερός, ή, όν = νοσηρός, Eur.]
ν. κοίτη a bed of sickness, Eur.:—adv., νοσερῶς ἔχειν τὸ σῶμα Arist.