ξεναπάτης: Difference between revisions
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "Euripides|E.]], ''Med" to "Euripides|E.''[[Medea|Med") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksenapatis | |Transliteration C=ksenapatis | ||
|Beta Code=cenapa/ths | |Beta Code=cenapa/ths | ||
|Definition=[πᾰ], ου, ὁ, poet. | |Definition=[πᾰ], ου, ὁ, ''poet.'' [[ξειναπάτης]], ([[ἀπατάω]])<br><span class="bld">A</span> [[one who cheats strangers]], Pi.''O.''10(11).34.<br><span class="bld">2</span> [[one who betrays his host]], Ibyc.''Oxy.''1790i10, [[Euripides|E.]]''[[Medea|Med.]]'' 1392 (anap.).<br><span class="bld">II</span> a [[treacherous breeze]] within a harbour, while another is blowing at sea, ''AB''109. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ξενᾰπάτης:''' дор. ξενᾰπάτᾱς, ион. [[ξειναπάτης|ξεινᾰπάτης]], ου (πᾰ) adj. m<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ξενᾰπάτης:''' дор. ξενᾰπάτᾱς, ион. [[ξειναπάτης|ξεινᾰπάτης]], ου (πᾰ) adj. m<br /><b class="num">1</b> [[обманывающий чужеземцев]] Pind.;<br /><b class="num">2</b> [[обманывающий гостя]], [[нарушитель законов гостеприимства]] ([[ψεύδορκος]] καὶ ξ. Eur.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ξεναπάτης]], ποιητ. τ. [[ξειναπάτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εξαπατά τους ξένους<br /><b>2.</b> αυτός που προδίδει εκείνον που τον φιλοξενεί<br /><b>3.</b> [[απατηλός]] [[άνεμος]] που πνέει στο [[λιμάνι]], ενώ στο ανοιχτό [[πέλαγος]] πνέει [[άλλος]] [[άνεμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] / [[ξεῖνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>απάτης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>απατῶ</i>), | |mltxt=[[ξεναπάτης]], ποιητ. τ. [[ξειναπάτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εξαπατά τους ξένους<br /><b>2.</b> αυτός που προδίδει εκείνον που τον φιλοξενεί<br /><b>3.</b> [[απατηλός]] [[άνεμος]] που πνέει στο [[λιμάνι]], ενώ στο ανοιχτό [[πέλαγος]] πνέει [[άλλος]] [[άνεμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] / [[ξεῖνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>απάτης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>απατῶ</i>), [[πρβλ]]. [[φρεναπάτης]], [[ψυχαπάτης]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 10:44, 20 December 2024
English (LSJ)
[πᾰ], ου, ὁ, poet. ξειναπάτης, (ἀπατάω)
A one who cheats strangers, Pi.O.10(11).34.
2 one who betrays his host, Ibyc.Oxy.1790i10, E.Med. 1392 (anap.).
II a treacherous breeze within a harbour, while another is blowing at sea, AB109.
German (Pape)
[Seite 276] ὁ, ion. u. poet. ξειναπάτης, der Gastfreunde oder Fremde betrügt; ξεναπάτας βασιλεὺς Ἐπειῶν, Pind. Ol. 11, 35; ξειναπάτας, Eur. Med. 1392. – In B. A. 109 steht ξεναπατᾶς, ἰδίως ἐπὶ τῶν ὅταν μὴ τοιοῦτοι πνέωσιν οἱ ἄνεμοι ἐν τοῖς πελάγεσιν, ὁποῖοι ἐν τοῖς λιμέσιν, ein Wind, der die Fremden täuscht.
Russian (Dvoretsky)
ξενᾰπάτης: дор. ξενᾰπάτᾱς, ион. ξεινᾰπάτης, ου (πᾰ) adj. m
1 обманывающий чужеземцев Pind.;
2 обманывающий гостя, нарушитель законов гостеприимства (ψεύδορκος καὶ ξ. Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ξενᾰπάτης: -ου, ὁ, ποιητ. ξειν-, (ἀπατάω) ὁ ἀπατῶν ξένους, Πινδ. Ο. 10 (11). 43· ἢ ὁ ἀπατῶν τὸν ξένον του, Εὐρ. Μήδ. 1392. ΙΙ. ἀπατηλὸς ἄνεμος ἐντὸς τοῦ λιμένος, ἐνῷ ἄλλος ἄνεμος πνέει εἰς τὸ πέλαγος, «ξεναπάτας: ἰδίως ἐπὶ τῶν ὅταν μὴ τοιοῦτοι πνέωσιν οἱ ἄνεμοι ἐν τοῖς πελάγεσιν, ὁποῖοι ἐν τοῖς λιμέσιν» Α. Β. 107. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 289.
Greek Monolingual
ξεναπάτης, ποιητ. τ. ξειναπάτης, ὁ (Α)
1. αυτός που εξαπατά τους ξένους
2. αυτός που προδίδει εκείνον που τον φιλοξενεί
3. απατηλός άνεμος που πνέει στο λιμάνι, ενώ στο ανοιχτό πέλαγος πνέει άλλος άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος / ξεῖνος + -απάτης (< απατῶ), πρβλ. φρεναπάτης, ψυχαπάτης].
Greek Monotonic
ξενᾰπάτης: -ου, ὁ, ποιητ. ξειν- (ἀπατάω), αυτός που εξαπατά ξένους ή αυτός που εξαπατά τον φιλοξενούμενό του, σε Ευρ.
Middle Liddell
ξεν-ᾰπάτης, ου, ὁ, ἀπατάω
one who cheats strangers, or who cheats his host, Eur.