δέργμα: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
(1a)
m (Text replacement - "Euripides|E.]], ''Med" to "Euripides|E.''[[Medea|Med")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dergma
|Transliteration C=dergma
|Beta Code=de/rgma
|Beta Code=de/rgma
|Definition=ατος, τό, (δέρκομαι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">look, glance</b>, <b class="b3">κυανοῦν λεύσσων δέργμα δράκοντος</b> looking the <b class="b2">look</b> of... <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>82</span>, cf. <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>187</span>, ect. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">thing seen, sight</b>, <span class="bibl">Orph.<span class="title">L.</span>339</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, ([[δέρκομαι]])<br><span class="bld">A</span> [[look]], [[glance]], <b class="b3">κυανοῦν λεύσσων δέργμα δράκοντος</b> looking the [[look]] of... [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''82, cf. [[Euripides|E.]]''[[Medea|Med.]]'' 187, ect.<br><span class="bld">II</span> [[thing seen]], [[sight]], Orph.''L.''339.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[mirada penetrante]] κυάνεον ... φονίου δράκοντος A.<i>Pers</i>.82, cf. Orph.<i>L</i>.339, τοκάδος δ. λεαίνης E.<i>Med</i>.187.<br /><b class="num">2</b> plu. [[ojos de mirada penetrante]] δεργμάτων κόραι E.<i>Ph</i>.660, cf. 870, <i>Hec</i>.1265, <i>Hipp</i>.1217.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0548.png Seite 548]] τό, der Blick, Anblick, Aesch. Pers. 82; Eur. Hec. 1251 u. öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0548.png Seite 548]] τό, der Blick, Anblick, Aesch. Pers. 82; Eur. Hec. 1251 u. öfter.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''δέργμα''': τό, ([[δέρκομαι]]) [[βλέμμα]], “'ματιά”, κυανοῦν λεύσσων [[δέργμα]] δράκοντος, ἔχων τὸ [[βλέμμα]] …, βλέπων ὡς …, Αἰσχύλ. Πέρσ. 83, πρβλ. Εὐρ. Μηδ. 187, κτλ.· - παρ᾿ Ἡσυχ. [[ὡσαύτως]] δεργμός, οῦ, ὁ.
|btext=ατος (τό) :<br />[[regard]].<br />'''Étymologie:''' [[δέρκομαι]].
}}
}}
{{bailly
{{elnl
|btext=ατος (τό) :<br />regard.<br />'''Étymologie:''' [[δέρκομαι]].
|elnltext=δέργμα -ατος, τό [δέρκομαι] [[blik]].
}}
}}
{{DGE
{{elru
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[mirada penetrante]] κυάνεον ... φονίου δράκοντος A.<i>Pers</i>.82, cf. Orph.<i>L</i>.339, τοκάδος δ. λεαίνης E.<i>Med</i>.187.<br /><b class="num">2</b> plu. [[ojos de mirada penetrante]] δεργμάτων κόραι E.<i>Ph</i>.660, cf. 870, <i>Hec</i>.1265, <i>Hipp</i>.1217.
|elrutext='''δέργμα:''' ατος τό взгляд, взор Aesch., Eur.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δέργμα]] (-ατος), το (Α) [[δέρκομαι]]<br /><b>1.</b> το [[βλέμμα]], η [[ματιά]] («κυανοῡν λεύσσων [[δέργμα]] δράκοντος» — έχοντας το [[βλέμμα]] του δράκοντα)<br /><b>2.</b> αυτό που βλέπει [[κανείς]], η θέα.
|mltxt=[[δέργμα]] (-ατος), το (Α) [[δέρκομαι]]<br /><b>1.</b> το [[βλέμμα]], η [[ματιά]] («κυανοῦν λεύσσων [[δέργμα]] δράκοντος» — έχοντας το [[βλέμμα]] του δράκοντα)<br /><b>2.</b> αυτό που βλέπει [[κανείς]], η θέα.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δέργμα:''' -ατος, τό ([[δέρκομαι]]), [[ματιά]], γρήγορο [[βλέμμα]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''δέργμα:''' -ατος, τό ([[δέρκομαι]]), [[ματιά]], γρήγορο [[βλέμμα]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δέργμα:''' ατος τό взгляд, взор Aesch., Eur.
|lstext='''δέργμα''': τό, ([[δέρκομαι]]) [[βλέμμα]], “'ματιά”, κυανοῦν λεύσσων [[δέργμα]] δράκοντος, ἔχων τὸ [[βλέμμα]] …, βλέπων ὡς …, Αἰσχύλ. Πέρσ. 83, πρβλ. Εὐρ. Μηδ. 187, κτλ.· - παρ᾿ Ἡσυχ. [[ὡσαύτως]] δεργμός, οῦ, ὁ.
}}
{{elnl
|elnltext=δέργμα -ατος, τό [δέρκομαι] blik.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δέρκομαι]]<br />a [[look]], [[glance]], Aesch., Eur.
|mdlsjtxt=[[δέρκομαι]]<br />a [[look]], [[glance]], Aesch., Eur.
}}
}}

Latest revision as of 10:45, 20 December 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δέργμα Medium diacritics: δέργμα Low diacritics: δέργμα Capitals: ΔΕΡΓΜΑ
Transliteration A: dérgma Transliteration B: dergma Transliteration C: dergma Beta Code: de/rgma

English (LSJ)

-ατος, τό, (δέρκομαι)
A look, glance, κυανοῦν λεύσσων δέργμα δράκοντος looking the look of... A.Pers.82, cf. E.Med. 187, ect.
II thing seen, sight, Orph.L.339.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 mirada penetrante κυάνεον ... φονίου δράκοντος A.Pers.82, cf. Orph.L.339, τοκάδος δ. λεαίνης E.Med.187.
2 plu. ojos de mirada penetrante δεργμάτων κόραι E.Ph.660, cf. 870, Hec.1265, Hipp.1217.

German (Pape)

[Seite 548] τό, der Blick, Anblick, Aesch. Pers. 82; Eur. Hec. 1251 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
regard.
Étymologie: δέρκομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δέργμα -ατος, τό [δέρκομαι] blik.

Russian (Dvoretsky)

δέργμα: ατος τό взгляд, взор Aesch., Eur.

Greek Monolingual

δέργμα (-ατος), το (Α) δέρκομαι
1. το βλέμμα, η ματιά («κυανοῦν λεύσσων δέργμα δράκοντος» — έχοντας το βλέμμα του δράκοντα)
2. αυτό που βλέπει κανείς, η θέα.

Greek Monotonic

δέργμα: -ατος, τό (δέρκομαι), ματιά, γρήγορο βλέμμα, σε Αισχύλ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

δέργμα: τό, (δέρκομαι) βλέμμα, “'ματιά”, κυανοῦν λεύσσων δέργμα δράκοντος, ἔχων τὸ βλέμμα …, βλέπων ὡς …, Αἰσχύλ. Πέρσ. 83, πρβλ. Εὐρ. Μηδ. 187, κτλ.· - παρ᾿ Ἡσυχ. ὡσαύτως δεργμός, οῦ, ὁ.

Middle Liddell

δέρκομαι
a look, glance, Aesch., Eur.