μορύσσω: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστεθηρίονθεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Source
(13_4)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0208.png Seite 208]] be lud ein, verunreinigen; εἵματα ῥυπόωντα, κακῷ μεμορυγμένα καπνῷ, Od. 13, 435; sp. D., wie Opp. Cyn. 3, 39; Nic. Al. 144 in allgemeiner Bdtg, [[μέλαν]] κυάνοιο μεμορυγμένον [[ἄνθος]], schwarz mit blau gemischte Farbe.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0208.png Seite 208]] be lud ein, verunreinigen; εἵματα ῥυπόωντα, κακῷ μεμορυγμένα καπνῷ, Od. 13, 435; sp. D., wie Opp. Cyn. 3, 39; Nic. Al. 144 in allgemeiner Bdtg, [[μέλαν]] κυάνοιο μεμορυγμένον [[ἄνθος]], schwarz mit blau gemischte Farbe.
}}
{{ls
|lstext='''μορύσσω''': Ἐπικ. [[ῥῆμα]], = [[μολύνω]], παῦρα μορύξαις (ἀόρ. εὐκτ.) Νικ. Ἀλεξιφ. 144· - ἀλλαχοῦ μόνον κατὰ μετοχ. παθητ. πρκμ., μεμορυγμένα [εἵματα] καπνῷ Ὀδ. Ξ. 435· Ὀδυσῆα κεῖσθαι ὀϊόμενος μεμορυγμένον αἵματι πολλῷ Κόϊντ. Σμ. 5. 450· [[μέλαν]] κυάνοιο... μεμ. [[ἄνθος]], [[μέλαν]] μεμιγμένον [[μετὰ]] κυανοῦ, Ὀππ. Κυν. 3. 39· μ. ἀφρῷ, ὄξει Νικ. Ἀλεξιφ. 318. 330.
}}
}}

Revision as of 09:13, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μορύσσω Medium diacritics: μορύσσω Low diacritics: μορύσσω Capitals: ΜΟΡΥΣΣΩ
Transliteration A: morýssō Transliteration B: moryssō Transliteration C: morysso Beta Code: moru/ssw

English (LSJ)

Ep. Verb,

   A = μολύνω, soil, defile, in pf. part. Pass. μεμορυγμένα (v.l. μεμορυχμένα in Od. and Nic.), [εἵματα] καπνῷ Od.13.435; Ὀδυσῆα μ. αἵματι Q.S.5.450; μέλαν κυάνοιο . . μ. ἄνθος black mixed with blue, Opp.C.3.39; μ. ἀφρῷ, ὄξει, Nic.Al.318, 330.    II = μωλύνω 1, μελισσάων καμάτῳ ἔνι παῦρα μορύξαις (aor. opt.) ῥίζεα ib. 144 (cf. Sch.).

German (Pape)

[Seite 208] be lud ein, verunreinigen; εἵματα ῥυπόωντα, κακῷ μεμορυγμένα καπνῷ, Od. 13, 435; sp. D., wie Opp. Cyn. 3, 39; Nic. Al. 144 in allgemeiner Bdtg, μέλαν κυάνοιο μεμορυγμένον ἄνθος, schwarz mit blau gemischte Farbe.

Greek (Liddell-Scott)

μορύσσω: Ἐπικ. ῥῆμα, = μολύνω, παῦρα μορύξαις (ἀόρ. εὐκτ.) Νικ. Ἀλεξιφ. 144· - ἀλλαχοῦ μόνον κατὰ μετοχ. παθητ. πρκμ., μεμορυγμένα [εἵματα] καπνῷ Ὀδ. Ξ. 435· Ὀδυσῆα κεῖσθαι ὀϊόμενος μεμορυγμένον αἵματι πολλῷ Κόϊντ. Σμ. 5. 450· μέλαν κυάνοιο... μεμ. ἄνθος, μέλαν μεμιγμένον μετὰ κυανοῦ, Ὀππ. Κυν. 3. 39· μ. ἀφρῷ, ὄξει Νικ. Ἀλεξιφ. 318. 330.