ἀναφορά: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → Sleep is a terrible evil for humans → Magnum est malum somniculose vivere → Furchtbar setzt er Schlaf den Menschen zu

Menander, Monostichoi, 523
(13_7_1)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0214.png Seite 214]] (s. [[ἀναφέρω]]), ἡ, 1) das in die Höhe Heben, ἀναφορὰν ποιεῖσθαι ἐκ τοῦ βυθοῦ, sich aus der Tiefe emporschwingen, Arist. H. A. 9, 5; αἵματος, Blutauswerfen; das Ausathmen, Ath. – 2) das Zurückführen, bes. einer Beschuldigung auf einen Andern, ἐκείνοις δ' εἶναι εἰς τοὺς ἔχοντας ἀναφοράν, sie können sich an diese halten, Dem. 24, 13; vgl. 18, 219, wo es absolut steht für: Anschuldigung eines Andern. Uebh. Beziehung auf etwas, Theophr. Char. 8; ἡ ἀναφορὰ περὶ πάντων πραγμάτων εἰς τὸν δῆμόν ἐστι, es muß Alles vor das Volk gebracht werden, Arist. rhet. ad Alex. praef.; τὴν ἀναφορὰν ποιεῖσθαι [[πρός]] τι Pol. 5, 261. 105 u. öfter, referre ad; πρὸς τὸ [[τέλος]], Beziehung auf den Zweck, Plut. Demetr. 1. – 3) Erholung, τῆς συμφορᾶς Eur. Or. 414; ἁμαρτήματος Plut. Phoc. 2; vgl. Cat. 27 und öfter; οὐκ ἔχειν ἀναφοράν τινος, sich von etwas nicht erholen können, Plut. – 4) das Einkommen, der Ertrag, Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0214.png Seite 214]] (s. [[ἀναφέρω]]), ἡ, 1) das in die Höhe Heben, ἀναφορὰν ποιεῖσθαι ἐκ τοῦ βυθοῦ, sich aus der Tiefe emporschwingen, Arist. H. A. 9, 5; αἵματος, Blutauswerfen; das Ausathmen, Ath. – 2) das Zurückführen, bes. einer Beschuldigung auf einen Andern, ἐκείνοις δ' εἶναι εἰς τοὺς ἔχοντας ἀναφοράν, sie können sich an diese halten, Dem. 24, 13; vgl. 18, 219, wo es absolut steht für: Anschuldigung eines Andern. Uebh. Beziehung auf etwas, Theophr. Char. 8; ἡ ἀναφορὰ περὶ πάντων πραγμάτων εἰς τὸν δῆμόν ἐστι, es muß Alles vor das Volk gebracht werden, Arist. rhet. ad Alex. praef.; τὴν ἀναφορὰν ποιεῖσθαι [[πρός]] τι Pol. 5, 261. 105 u. öfter, referre ad; πρὸς τὸ [[τέλος]], Beziehung auf den Zweck, Plut. Demetr. 1. – 3) Erholung, τῆς συμφορᾶς Eur. Or. 414; ἁμαρτήματος Plut. Phoc. 2; vgl. Cat. 27 und öfter; οὐκ ἔχειν ἀναφοράν τινος, sich von etwas nicht erholen können, Plut. – 4) das Einkommen, der Ertrag, Plut.
}}
{{ls
|lstext='''ἀναφορά''': ᾶς, ἡ, (ἀναφέρομαι) τὸ φέρεσθαι ἄνω, [[ἀνάδυσις]], «ἐπιπλεῖ γὰρ ἐπὶ τῆς θαλάσσης, τὴν ἀναφορὰν ποιησάμενος [[κάτωθεν]] ἐκ τοῦ βυθοῦ» Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 37· [[ἀναθυμίασις]], πνεύματος ἀναφορὰν Πλούτ. 2. 893C. κτλ.: ἐπὶ ἀστέρων ἀντιτίθεται πρὸς τὸ [[ἀπόκλιμα]] καὶ σημαίνει τὴν ἄνοδον αὐτῶν, Πρόκλ. παραφρ. Πτολ. σ. 157· ὁ μαθηματ. καὶ [[ἀστρονόμος]] Ὑψικλῆς μίαν ἐκ τῶν πραγματειῶν αὑτοῦ ἐπέγραψε: «περὶ τῆς τῶν ζωδίων ἀναφορᾶς». ΙΙ. ([[ἀναφέρω]]) τὸ ἀναφέρειν εἴς τι, ἡ ἀναφορὰ ἢ ἀναγωγὴ εἰς πρᾶγμά τι λαμβανόμενον ὡς [[πρότυπον]], διὰ τὸ γίνεσθαι ἐπαίνους δι’ ἀναφορᾶς Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 12, 3· τὸ παραπέμπειν εἰς πρόσωπα μὴ εὐκόλως εὑρισκόμενα, «αἱ μὲν οὖν ἀναφοραὶ τῶν λόγων τοιαῦταί εἰσιν [[αὐτοῦ]], ὧν οὐθεὶς ἂν ἔχοι ἐπιλαβέσθαι» Θεοφρ. Χαρ. 8· ἡ ἀν. ἐστὶ [[πρός]] τι Ἀριστ. Κατηγ. 6. 13, καὶ ἀλλ., ἀν. ἔχειν πρὸς ἢ ἐπί τι, σχετίζεσθαι, σχέσιν ἔχειν .., Πολύβ. 4. 28, 3, Πλούτ., ἀν. τινος γίγνεται πρὸς ἢ ἐπί τι Πολύβ. 1. 3. 4, Πλούτ. 2) [[καταφυγὴ]] εἴς τι [ἐν καιρῷ δυσκολίας], ὑπέλιπεν ἑαυτῷ ἀναφορὰν Δημ. 301. 24, πρβλ. 704. 8· νῦν δὲ αὐτοῖς μὲν κατέλιπον τὴν εἰς τὸ ἀφανὲς ἀναφορὰν Αἰσχίν. 41. 12, πρβλ. Πολύβ. 15. 8, 13, κτλ. 3) [[μέσον]] πρὸς ἐπανόρθωσιν παραπτώματος ἢ ἥττης, κτλ., ἀλλ’ ἔστιν ἡμῖν ἀν. τῆς ξυμφορᾶς Εὐρ. Ὀρ. 414· ἀν. ἁμαρτήματος ἔχειν, τρόπον πρὸς ἐξιλασμὸν διὰ τὸ [[ἁμάρτημα]], Πλουτ. Φωκ. 2· [[ἀνόρθωσις]], [[ἐπάνοδος]] εἰς τὴν προτέραν καλὴν κατάστασιν, «οὐ γὰρ ἤλπιζον ἕξειν ἀναφορὰν τὴν πόλιν ἐν τοσαύτῃ σφαλεῖσαν ἡλικίᾳ», ὁ αὐτ. Φάβ. 14. 4) [[προσφορά]], Ἑβδ. (Ψαλμ. ν΄, 19). 5) [[φήμη]], Κλήμ. Ρώμ. Μαρτ. 18. ΙΙΙ. τὸ πάτωμα τοῦ ληνοῦ, πατητηρίου, Γεωπ. 6. 1, 3.
}}
}}

Revision as of 09:27, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναφορά Medium diacritics: ἀναφορά Low diacritics: αναφορά Capitals: ΑΝΑΦΟΡΑ
Transliteration A: anaphorá Transliteration B: anaphora Transliteration C: anafora Beta Code: a)nafora/

English (LSJ)

ἡ, (ἀναφέρομαι)

   A coming up, rising, ἀ. ποιεῖσθαι rise, Arist.HA622b7; of vapours or exhalations, Placit.3.7.4, Theol.Ar. 31, cf. Orib.9.16.3, etc.    2 Astron., ascent of a sign measured in degrees of the equator, Ptol.Tetr.134.    b Astrol., = ἐπαναφορά, τόπος next to a κέντρον, Vett.Val.19.18.    c ascendant, Cat.Cod.Astr.8(3).100; opp. ἀπόκλιμα, Serapion in Cat.Cod.Astr. 1.99, S.E.M.5.20, etc.    d rising of a sign, Ach.Tat.Intr.Arat. 39.    II (ἀναφέρω) carrying back, reference of a thing to a standard, διὰ τὸ γίνεσθαι ἐπαίνους δι' ἀναφορᾶς Arist.EN1101b20; in Law, recourse, ἐκείνοις εἶναι εἰς τοὺς ἔχοντας ἀναφοράν D.24.13: abs., Thphr. Char.8.5 (pl.), IG5(1).1390.111 (Andania, i B.C.); ἡ ἀ. ἐστι πρός τι Arist.Cat.5b20, al.; ἀ. ἔχειν πρός or ἐπί τι to be referable to... Epicur. Fr.409, Plb.4.28.3, Plu.2.290e, al.; ἀ. τινος γίγνεται πρός or ἐπί τι, Plb.1.3.4, Plu.2.1071a; ἐπ' ἀναφορᾷ τῇ πρὸς τὸν δῆμον BCH46.312 (Teos); ἀ. ἔχειν ἐπί τι, of writings, refer to, Alex.Aphr.in Mete.4.1; τούτων εἰς Κυναίγειρον ποιήσασθαι τὴν ἀναφοράν assign to, give credit for... Polem.Call.23.    2 way of retreat, ὑπέλιπε ἑαυτῷ ἀναφοράν D.18.219; νῦν δὲ αὑτοῖς μὲν κατέλιπον τὴν εἰς τὸ ἀφανὲς ἀναφοράν Aeschin. 2.104, cf. Plb.15.8.13, etc.    3 means of repairing a fault, defeat, etc., ἀλλ' ἔστιν ἡμῖν ἀ. τῆς ξυμφορᾶς E.Or.414; ἀ. ἁμαρτήματος ἔχειν way to atone for .., Plu.Phoc.2; ἀ. ἔχειν means of recovery, Id.Fab. 14.    4 offering, LXX Ps.50(51).21; ἡ ἀ. τοῦ πνεύματος τοῦ λεκτικοῦ PMag.Par.2.281.    5 report, PLond.1.17.34 (ii B.C.), etc.    6 petition, PRyl.119.28(i A.D.).    7 payment on account, instalment, OGI225 (Milet.), PEleph.14.26 (iii B.C.), PRev.Laws16.10 (iii B.C.), etc.    8 Rhet., repetition of a word, Longin.20.1, Demetr.Eloc, 141.    9 office of ἀναφορεύς, LXX Nu.4.6,10.    10 Medic., = ἀνάδοσις, opp. πέψις, Aret.SD2.7.    III ceiling of a wine-press, Gp.6.1.3.

German (Pape)

[Seite 214] (s. ἀναφέρω), ἡ, 1) das in die Höhe Heben, ἀναφορὰν ποιεῖσθαι ἐκ τοῦ βυθοῦ, sich aus der Tiefe emporschwingen, Arist. H. A. 9, 5; αἵματος, Blutauswerfen; das Ausathmen, Ath. – 2) das Zurückführen, bes. einer Beschuldigung auf einen Andern, ἐκείνοις δ' εἶναι εἰς τοὺς ἔχοντας ἀναφοράν, sie können sich an diese halten, Dem. 24, 13; vgl. 18, 219, wo es absolut steht für: Anschuldigung eines Andern. Uebh. Beziehung auf etwas, Theophr. Char. 8; ἡ ἀναφορὰ περὶ πάντων πραγμάτων εἰς τὸν δῆμόν ἐστι, es muß Alles vor das Volk gebracht werden, Arist. rhet. ad Alex. praef.; τὴν ἀναφορὰν ποιεῖσθαι πρός τι Pol. 5, 261. 105 u. öfter, referre ad; πρὸς τὸ τέλος, Beziehung auf den Zweck, Plut. Demetr. 1. – 3) Erholung, τῆς συμφορᾶς Eur. Or. 414; ἁμαρτήματος Plut. Phoc. 2; vgl. Cat. 27 und öfter; οὐκ ἔχειν ἀναφοράν τινος, sich von etwas nicht erholen können, Plut. – 4) das Einkommen, der Ertrag, Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφορά: ᾶς, ἡ, (ἀναφέρομαι) τὸ φέρεσθαι ἄνω, ἀνάδυσις, «ἐπιπλεῖ γὰρ ἐπὶ τῆς θαλάσσης, τὴν ἀναφορὰν ποιησάμενος κάτωθεν ἐκ τοῦ βυθοῦ» Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 37· ἀναθυμίασις, πνεύματος ἀναφορὰν Πλούτ. 2. 893C. κτλ.: ἐπὶ ἀστέρων ἀντιτίθεται πρὸς τὸ ἀπόκλιμα καὶ σημαίνει τὴν ἄνοδον αὐτῶν, Πρόκλ. παραφρ. Πτολ. σ. 157· ὁ μαθηματ. καὶ ἀστρονόμος Ὑψικλῆς μίαν ἐκ τῶν πραγματειῶν αὑτοῦ ἐπέγραψε: «περὶ τῆς τῶν ζωδίων ἀναφορᾶς». ΙΙ. (ἀναφέρω) τὸ ἀναφέρειν εἴς τι, ἡ ἀναφορὰ ἢ ἀναγωγὴ εἰς πρᾶγμά τι λαμβανόμενον ὡς πρότυπον, διὰ τὸ γίνεσθαι ἐπαίνους δι’ ἀναφορᾶς Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 12, 3· τὸ παραπέμπειν εἰς πρόσωπα μὴ εὐκόλως εὑρισκόμενα, «αἱ μὲν οὖν ἀναφοραὶ τῶν λόγων τοιαῦταί εἰσιν αὐτοῦ, ὧν οὐθεὶς ἂν ἔχοι ἐπιλαβέσθαι» Θεοφρ. Χαρ. 8· ἡ ἀν. ἐστὶ πρός τι Ἀριστ. Κατηγ. 6. 13, καὶ ἀλλ., ἀν. ἔχειν πρὸς ἢ ἐπί τι, σχετίζεσθαι, σχέσιν ἔχειν .., Πολύβ. 4. 28, 3, Πλούτ., ἀν. τινος γίγνεται πρὸς ἢ ἐπί τι Πολύβ. 1. 3. 4, Πλούτ. 2) καταφυγὴ εἴς τι [ἐν καιρῷ δυσκολίας], ὑπέλιπεν ἑαυτῷ ἀναφορὰν Δημ. 301. 24, πρβλ. 704. 8· νῦν δὲ αὐτοῖς μὲν κατέλιπον τὴν εἰς τὸ ἀφανὲς ἀναφορὰν Αἰσχίν. 41. 12, πρβλ. Πολύβ. 15. 8, 13, κτλ. 3) μέσον πρὸς ἐπανόρθωσιν παραπτώματος ἢ ἥττης, κτλ., ἀλλ’ ἔστιν ἡμῖν ἀν. τῆς ξυμφορᾶς Εὐρ. Ὀρ. 414· ἀν. ἁμαρτήματος ἔχειν, τρόπον πρὸς ἐξιλασμὸν διὰ τὸ ἁμάρτημα, Πλουτ. Φωκ. 2· ἀνόρθωσις, ἐπάνοδος εἰς τὴν προτέραν καλὴν κατάστασιν, «οὐ γὰρ ἤλπιζον ἕξειν ἀναφορὰν τὴν πόλιν ἐν τοσαύτῃ σφαλεῖσαν ἡλικίᾳ», ὁ αὐτ. Φάβ. 14. 4) προσφορά, Ἑβδ. (Ψαλμ. ν΄, 19). 5) φήμη, Κλήμ. Ρώμ. Μαρτ. 18. ΙΙΙ. τὸ πάτωμα τοῦ ληνοῦ, πατητηρίου, Γεωπ. 6. 1, 3.