σποδίζω: Difference between revisions
Οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν νόμισμ' ἔβλαστε. τοῦτο καὶ πόλεις πορθεῖ, τόδ' ἄνδρας ἐξανίστησιν δόμων → Nothing has harmed humans more than the evil of money – money it is which destroys cities, money it is which drives people from their homes
(13_4) |
(6_13b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0923.png Seite 923]] in der Asche rösten, μύρτα καὶ φηγοὺς σποδιοῦσι προς τὸ πῦρ, Plat. Rep. II, 372 c; auch = zu Asche brennen, ἤ με κεραυνῷ σπόδισαν [[ταχέως]], Ar. Vesp. 329; τὰς τρίχας, absengen, D. Sic. 3, 24; – aschfarbig sein (?). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0923.png Seite 923]] in der Asche rösten, μύρτα καὶ φηγοὺς σποδιοῦσι προς τὸ πῦρ, Plat. Rep. II, 372 c; auch = zu Asche brennen, ἤ με κεραυνῷ σπόδισαν [[ταχέως]], Ar. Vesp. 329; τὰς τρίχας, absengen, D. Sic. 3, 24; – aschfarbig sein (?). | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σποδίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ψήνω ἐντὸς τῆς σποδοῦ, μύρτα καὶ φηγοὺς πρὸς τὸ πῦρ σπ. Πλάτ. Πολ. 372C· ἤ με κεραυνῷ.. σπόδισον, κατάκαυσόν με [[μέχρι]] τέφρας, «ὄπτησον, φλέξον» Ἡσύχ., Ἀριστοφ. Σφ. 329· σπ. τὰς τρίχας, [[κατακαίω]], «τσουρουφλύζω», Διόδ. 3. 25· πρβλ. [[ποδίζω]]. ΙΙ. ἀμεταβ., ἔχω [[χρῶμα]] τῆς τέφρας, Διοσκ. 5. 170. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:29, 5 August 2017
English (LSJ)
A roast or bake in ashes, μύρτα καὶ φηγοὺς πρὸς τὸ πῦρ σ. Pl.R.372c; ἤ με κεραυνῷ . . σπόδισον burn me to ashes, Ar.V.329; σ. τὰς τρίχας singe, D.S.3.25. II intr., to be ash-coloured, Dsc.5.152. III dub. l. in Cratin.219 (σπύρθιζε cj. Kock).
German (Pape)
[Seite 923] in der Asche rösten, μύρτα καὶ φηγοὺς σποδιοῦσι προς τὸ πῦρ, Plat. Rep. II, 372 c; auch = zu Asche brennen, ἤ με κεραυνῷ σπόδισαν ταχέως, Ar. Vesp. 329; τὰς τρίχας, absengen, D. Sic. 3, 24; – aschfarbig sein (?).
Greek (Liddell-Scott)
σποδίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ψήνω ἐντὸς τῆς σποδοῦ, μύρτα καὶ φηγοὺς πρὸς τὸ πῦρ σπ. Πλάτ. Πολ. 372C· ἤ με κεραυνῷ.. σπόδισον, κατάκαυσόν με μέχρι τέφρας, «ὄπτησον, φλέξον» Ἡσύχ., Ἀριστοφ. Σφ. 329· σπ. τὰς τρίχας, κατακαίω, «τσουρουφλύζω», Διόδ. 3. 25· πρβλ. ποδίζω. ΙΙ. ἀμεταβ., ἔχω χρῶμα τῆς τέφρας, Διοσκ. 5. 170.