σάγος: Difference between revisions
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
(13_3) |
(6_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0857.png Seite 857]] ὁ, ein grober Mantel, Soldatenmantel, sagum, Polyb. 2, 28, 7. 30, 1 u. öfter; das Wort soll gallisch od. celtiberisch sein. Vgl. aber [[σάγη]], [[σάκος]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0857.png Seite 857]] ὁ, ein grober Mantel, Soldatenmantel, sagum, Polyb. 2, 28, 7. 30, 1 u. öfter; das Wort soll gallisch od. celtiberisch sein. Vgl. aber [[σάγη]], [[σάκος]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σάγος''': [ᾰ], ὁ, χονδρὸς μανδύας, [[ἐπανωφόριον]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Γαλάταις, τὰς ἀναξυρίδας ἔχοντες καὶ τοὺς εὐπετεῖς τῶν σάγων περὶ ἑαυτοὺς ἐξέταξαν Πολύβ. 2. 28, 7., 7. 30, 1, Διόδ. 5. 30· παρὰ τοῖς Ἱσπανοῖς, Ἀππ. Ἰβηρ. 42· μανδύας [[στρατιωτικός]], Λατ. sagum, Πλούτ. 2, 201C.<br />(Λέγεται ὅτι [[εἶναι]] [[λέξις]] Γαλατικὴ ἢ Κελτιβηρική· ἀλλὰ φαίνεται συγγενὴς τοῖς [[σάγη]], [[σάγμα]], [[σάκος]], [[σάκκος]], [[σάττω]]. - Καθ’ Ἡσύχ.; «[[σάγος]]· [[μέρος]] τι τῆς πανοπλίας». | |||
}} | }} |
Revision as of 09:53, 5 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A coarse cloak, plaid, used by the Gauls, Plb.2.28.7, 2.30.1, D.S.5.30; by the Spaniards, App.Hisp.42; soldier's cloak, Lat. sagum, Plu.2.201c; σ. Ἀρσινοϊτικοί Peripl.M.Rubr.8; σ. Γαλλικός, Ἆφρος, Edict.Diocl.19.60,61; simply cloak or perh. blanket, POxy.1051.20 (iii A.D.); horse-cloth, Hippiatr.99 (so Lat. sagum, Cod.Theod.8.5.50, al.).
German (Pape)
[Seite 857] ὁ, ein grober Mantel, Soldatenmantel, sagum, Polyb. 2, 28, 7. 30, 1 u. öfter; das Wort soll gallisch od. celtiberisch sein. Vgl. aber σάγη, σάκος.
Greek (Liddell-Scott)
σάγος: [ᾰ], ὁ, χονδρὸς μανδύας, ἐπανωφόριον ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Γαλάταις, τὰς ἀναξυρίδας ἔχοντες καὶ τοὺς εὐπετεῖς τῶν σάγων περὶ ἑαυτοὺς ἐξέταξαν Πολύβ. 2. 28, 7., 7. 30, 1, Διόδ. 5. 30· παρὰ τοῖς Ἱσπανοῖς, Ἀππ. Ἰβηρ. 42· μανδύας στρατιωτικός, Λατ. sagum, Πλούτ. 2, 201C.
(Λέγεται ὅτι εἶναι λέξις Γαλατικὴ ἢ Κελτιβηρική· ἀλλὰ φαίνεται συγγενὴς τοῖς σάγη, σάγμα, σάκος, σάκκος, σάττω. - Καθ’ Ἡσύχ.; «σάγος· μέρος τι τῆς πανοπλίας».