ἀποσήθω: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
(13_2)
(6_2)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0324.png Seite 324]] durchseihen, [[ὕδωρ]] Hippocr.; übertr., aussieben, ausbeuteln, neben ἀποδύειν τοὺς συνόντας Herodic. bei Ath. XIII, 591 c.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0324.png Seite 324]] durchseihen, [[ὕδωρ]] Hippocr.; übertr., aussieben, ausbeuteln, neben ἀποδύειν τοὺς συνόντας Herodic. bei Ath. XIII, 591 c.
}}
{{ls
|lstext='''ἀποσήθω''': [[κοσκινίζω]], [[χωρίζω]] διὰ κοσκινίσματος, ἀποσήθοντες τοῦ πυροῦ τὸ τρόφιμον Κλήμ. Ἀλ. 164: ― [[στραγγίζω]], σουρώνω, [[ὕδωρ]], διάφ. γραφ. ἐν Ἱππ. π. Ἀέρ. 285. 2) μεταφ. «ξεστραγγίζω», γυμνώνω τινά, κατακλέπτω αὐτόν, «Ἡρόδικος δὲ... τὴν Φρύνην παρὰ τοῖς ῥήτορσι... Σηστὸν καλεῖσθαι διὰ τὸ ἀποσήθειν καὶ ἀποδύειν τοὺς συνόντας» Ἀθήν. 591C.
}}
}}

Revision as of 10:02, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσήθω Medium diacritics: ἀποσήθω Low diacritics: αποσήθω Capitals: ΑΠΟΣΗΘΩ
Transliteration A: aposḗthō Transliteration B: aposēthō Transliteration C: apositho Beta Code: a)posh/qw

English (LSJ)

   A sift off, separate by sifting, Dsc.5.88.    2 metaph., riddle completely, rob, Herodic. ap. Ath.13.591c.

German (Pape)

[Seite 324] durchseihen, ὕδωρ Hippocr.; übertr., aussieben, ausbeuteln, neben ἀποδύειν τοὺς συνόντας Herodic. bei Ath. XIII, 591 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσήθω: κοσκινίζω, χωρίζω διὰ κοσκινίσματος, ἀποσήθοντες τοῦ πυροῦ τὸ τρόφιμον Κλήμ. Ἀλ. 164: ― στραγγίζω, σουρώνω, ὕδωρ, διάφ. γραφ. ἐν Ἱππ. π. Ἀέρ. 285. 2) μεταφ. «ξεστραγγίζω», γυμνώνω τινά, κατακλέπτω αὐτόν, «Ἡρόδικος δὲ... τὴν Φρύνην παρὰ τοῖς ῥήτορσι... Σηστὸν καλεῖσθαι διὰ τὸ ἀποσήθειν καὶ ἀποδύειν τοὺς συνόντας» Ἀθήν. 591C.