αὖθι: Difference between revisions
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(13_1) |
(6_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0392.png Seite 392]] zsgz. aus [[αὐτόθι]], 1) hier, dort, auf der Stelle, Hom. u. sonst. – 2) Sp. D. für [[αὖθις]], z. B. Lycophr. 732. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0392.png Seite 392]] zsgz. aus [[αὐτόθι]], 1) hier, dort, auf der Stelle, Hom. u. sonst. – 2) Sp. D. für [[αὖθις]], z. B. Lycophr. 732. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''αὖθι''': ἐπίρρ. συντετμημένον ἀντὶ [[αὐτόθι]], ἐπὶ τόπου, ἐν τῷ αὐτῷ τόπῳ, [[ἐνταῦθα]], [[ἐκεῖ]], Ἰλ. Κ. 402, κτλ.· αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ Λ. 48· [[ἐνθάδε]] κ’ [[αὖθι]] μένων Ὀδ. Ε. 208· ἐν Λακεδαίμονι [[αὖθι]] Ἰλ. Γ. 244· [[αὖθι]] δ’ ἔχειν, [[ἐκεῖ]] δὲ τὸν κρατῆτε, Ὀδ. Δ. 416. 2) [[ἐντεῦθεν]] (εἰ καί τινες ἀμφιβάλλουσι περὶ ταύτης τῆς σημασίας) ἐπὶ χρόνου, [[πάραυτα]], [[παρευθύς]], ὥς κέ οἱ [[αὖθι]] [[γαῖα]] [[χάνοι]] Ἰλ. Ζ. 281, κτλ. -Ἐπ. [[λέξις]] ᾗ ἐχρήσατο καὶ ὁ Σοφοκλῆς (Ἀποσπ. 468)· ἴδε τὴν λέξιν [[αὐτόθι]]. 3) μεταγεν. = [[αὖθις]], Λυκόφρ. 732, Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 241· πρβλ. Ἰακωψ. Ἀνθ. Π. 537. - [[ὡσαύτως]] αὖθιν, [[ὅπερ]] κατὰ τοὺς Θεογν. Καν. 161, 163 λέγεται ὅτι [[εἶναι]] τῆς διαλέκτου τῶν Ρηγίνων. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:05, 5 August 2017
English (LSJ)
Adv. shortd. for αὐτόθι, of Place,
A on the spot, here, there, Il. 1.492, etc.; αὖθ' ἐπὶ τάφρῳ 11.48; ἐνθάδε κ' αὖθι μένων Od.5.208; ἐν Λακεδαίμονι αὖθι Il.3.244; αὖθι ἔχειν to keep him there, as he is, Od. 4.416. 2 of Time, forthwith, straightway, Il.5.296, 6.281, etc.— Ep. word, borrowed by S.Fr.522; cf. αὐτόθι. 3 later, = αὖθις, Lyc.732, Call.Dian.241, AP9.343 (Arch.):—also αὖθιν (said to be Rhegian) acc. to Theognost. Can.161,163.
German (Pape)
[Seite 392] zsgz. aus αὐτόθι, 1) hier, dort, auf der Stelle, Hom. u. sonst. – 2) Sp. D. für αὖθις, z. B. Lycophr. 732.
Greek (Liddell-Scott)
αὖθι: ἐπίρρ. συντετμημένον ἀντὶ αὐτόθι, ἐπὶ τόπου, ἐν τῷ αὐτῷ τόπῳ, ἐνταῦθα, ἐκεῖ, Ἰλ. Κ. 402, κτλ.· αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ Λ. 48· ἐνθάδε κ’ αὖθι μένων Ὀδ. Ε. 208· ἐν Λακεδαίμονι αὖθι Ἰλ. Γ. 244· αὖθι δ’ ἔχειν, ἐκεῖ δὲ τὸν κρατῆτε, Ὀδ. Δ. 416. 2) ἐντεῦθεν (εἰ καί τινες ἀμφιβάλλουσι περὶ ταύτης τῆς σημασίας) ἐπὶ χρόνου, πάραυτα, παρευθύς, ὥς κέ οἱ αὖθι γαῖα χάνοι Ἰλ. Ζ. 281, κτλ. -Ἐπ. λέξις ᾗ ἐχρήσατο καὶ ὁ Σοφοκλῆς (Ἀποσπ. 468)· ἴδε τὴν λέξιν αὐτόθι. 3) μεταγεν. = αὖθις, Λυκόφρ. 732, Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 241· πρβλ. Ἰακωψ. Ἀνθ. Π. 537. - ὡσαύτως αὖθιν, ὅπερ κατὰ τοὺς Θεογν. Καν. 161, 163 λέγεται ὅτι εἶναι τῆς διαλέκτου τῶν Ρηγίνων.