σκοπιάζω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(13_5)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0903.png Seite 903]] (verstärktes [[σκοπέω]]), von einem hochliegenden Orte, einer Warte spähend um sich schauen, spähen, Il. 14, 58; auch in der Ebene, Od. 10, 260. – Auch trans., erspähen, auskundschaften, ἄνδρας δυσμενέας σκοπιαζέμεν [[οἶος]] ἐπελθών, Il. 10, 40, wo 38 [[ἐπίσκοπος]] vorhergeht. – Bei Theocr. 3, 26 deponens.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0903.png Seite 903]] (verstärktes [[σκοπέω]]), von einem hochliegenden Orte, einer Warte spähend um sich schauen, spähen, Il. 14, 58; auch in der Ebene, Od. 10, 260. – Auch trans., erspähen, auskundschaften, ἄνδρας δυσμενέας σκοπιαζέμεν [[οἶος]] ἐπελθών, Il. 10, 40, wo 38 [[ἐπίσκοπος]] vorhergeht. – Bei Theocr. 3, 26 deponens.
}}
{{ls
|lstext='''σκοπιάζω''': ([[σκοπιά]]) ποιητ. [[ῥῆμα]] [[ὅπερ]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει σχεδὸν μόνον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ., [[βλέπω]] περὶ ἐμαυτόν, παρατηρῶ, θεῶμαι ἀφ’ ὑψηλοῦ, [[περιβλέπω]] ἀπὸ σκοπιᾶς, Ἰλ. Ξ. 58· [[καθόλου]], παρατηρῶ, [[ἐξετάζω]], ἔτι καὶ ἐπὶ πεδιάδος εὑρισκόμενος ἢ ἐπὶ χαμηλοῦ τόπου, Ὀδ. Κ. 260. ΙΙ. μεταβ., [[μετὰ]] προσοχῆς [[ἐξετάζω]], ἐρευνῶ, [[ἀνακαλύπτω]], μετ’ αἰτ., Ἰλ. Κ. 40, Ἀνθ. Π. 9. 606, κτλ.· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[προσέχω]] εἴς τι, παραφυλάττω, τὼς θύννως Θεόκρ. 3. 26· νῆα Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 918, κτλ.· ἀόρ. σκοπιασάμενος Καλλικρ. παρὰ Στοβ. 487. 14.
}}
}}

Revision as of 10:08, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοπιάζω Medium diacritics: σκοπιάζω Low diacritics: σκοπιάζω Capitals: ΣΚΟΠΙΑΖΩ
Transliteration A: skopiázō Transliteration B: skopiazō Transliteration C: skopiazo Beta Code: skopia/zw

English (LSJ)

(σκοπιά) poet. Verb, almost always pres. and impf.,

   A spy from a high place or watch-tower, Il.14.58, Q.S. 2.6: generally, spy, watch, even on a plain, Od.10.260.    2 watch for shoals of fish, applied to certain members of a guild of lsis-worshippers, IGRom.1.817.8 (Callipolis).    II trans., spy out, watch, c.acc., Il.10.40, AP9.606, etc.:—Med., look out for, watch, τὼς θύννως Theoc.3.26; νῆα A.R.2.918, etc.: aor. σκοπιασάμενος Callicrat. ap. Stob.4.28.18.

German (Pape)

[Seite 903] (verstärktes σκοπέω), von einem hochliegenden Orte, einer Warte spähend um sich schauen, spähen, Il. 14, 58; auch in der Ebene, Od. 10, 260. – Auch trans., erspähen, auskundschaften, ἄνδρας δυσμενέας σκοπιαζέμεν οἶος ἐπελθών, Il. 10, 40, wo 38 ἐπίσκοπος vorhergeht. – Bei Theocr. 3, 26 deponens.

Greek (Liddell-Scott)

σκοπιάζω: (σκοπιά) ποιητ. ῥῆμα ὅπερ εἶναι ἐν χρήσει σχεδὸν μόνον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ., βλέπω περὶ ἐμαυτόν, παρατηρῶ, θεῶμαι ἀφ’ ὑψηλοῦ, περιβλέπω ἀπὸ σκοπιᾶς, Ἰλ. Ξ. 58· καθόλου, παρατηρῶ, ἐξετάζω, ἔτι καὶ ἐπὶ πεδιάδος εὑρισκόμενος ἢ ἐπὶ χαμηλοῦ τόπου, Ὀδ. Κ. 260. ΙΙ. μεταβ., μετὰ προσοχῆς ἐξετάζω, ἐρευνῶ, ἀνακαλύπτω, μετ’ αἰτ., Ἰλ. Κ. 40, Ἀνθ. Π. 9. 606, κτλ.· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, προσέχω εἴς τι, παραφυλάττω, τὼς θύννως Θεόκρ. 3. 26· νῆα Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 918, κτλ.· ἀόρ. σκοπιασάμενος Καλλικρ. παρὰ Στοβ. 487. 14.