μαιμάω: Difference between revisions
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
m (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1") |
(6_1) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=maima/w | |Beta Code=maima/w | ||
|Definition=(redupl., cf. [[Μάω]]), Ep. 3pl. <b class="b3">μαιμώωσι</b>, part. <b class="b3">μαιμώων, -ώωσα</b>, Hom. (v. infr.); Aeol. part. <b class="b3">μαιμάεντι· ἐνεργῶς κινουμένῳ</b>, Hsch.: Ep. aor. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> μαίμησα <span class="bibl">Il.5.670</span>:—Poet. Verb (Hom. only in Il.), <b class="b2">to be very eager, quiver with eagerness</b>, <b class="b3">μαίμησε δέ οἱ φίλον ἦτορ</b> Il.l.c.; μαιμώωσι πόδες καὶ χεῖρες <span class="bibl">13.75</span>; <b class="b3">περὶ δούρατι χεῖρες ἄαπτοι μαιμῶσιν</b> ib.<span class="bibl">78</span>; μαιμώων ἔφεπ' ἔγχεϊ <span class="bibl">15.742</span>: metaph., of a spear, αἰχμὴ δὲ διέσσυτο μαιμώωσα <span class="bibl">5.661</span>, cf. <span class="bibl">15.542</span>; <b class="b3">δεινὸν μαιμώοντα</b> Orac. ap. <span class="bibl">Hdt. 8.77</span>: c. inf., λὶς μαιμώων χροὸς ἆσαι <span class="bibl">Theoc.25.253</span>, cf. Lyc.529, etc.: not common in Trag., <b class="b3">μαιμᾷ ὄφις</b> the snake <b class="b2">rages</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>895</span> (lyr.): c. gen., <b class="b3">χεῖρα μαιμῶσαν φόνου</b> <b class="b2">eager for</b> murder, <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>50</span> (unless <b class="b3">φ</b>. goes with <b class="b3">ἐπέσχε</b>) ; μαιμώωσαι ἐδητύος <span class="bibl">A.R.2.269</span>: in late Prose, μαιμῶσα ἐπιθυμία <span class="bibl">Ph.1.305</span>, cf. <span class="bibl">1.391</span> (ap.<span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1173</span>):—Pass., <b class="b3">ἐς σίδηρον θύρσοι μαιμώοντο</b>, prob. <b class="b2">rushed into, were suddenly changed into</b>, iron, <span class="bibl">D.P.1156</span>.</span> | |Definition=(redupl., cf. [[Μάω]]), Ep. 3pl. <b class="b3">μαιμώωσι</b>, part. <b class="b3">μαιμώων, -ώωσα</b>, Hom. (v. infr.); Aeol. part. <b class="b3">μαιμάεντι· ἐνεργῶς κινουμένῳ</b>, Hsch.: Ep. aor. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> μαίμησα <span class="bibl">Il.5.670</span>:—Poet. Verb (Hom. only in Il.), <b class="b2">to be very eager, quiver with eagerness</b>, <b class="b3">μαίμησε δέ οἱ φίλον ἦτορ</b> Il.l.c.; μαιμώωσι πόδες καὶ χεῖρες <span class="bibl">13.75</span>; <b class="b3">περὶ δούρατι χεῖρες ἄαπτοι μαιμῶσιν</b> ib.<span class="bibl">78</span>; μαιμώων ἔφεπ' ἔγχεϊ <span class="bibl">15.742</span>: metaph., of a spear, αἰχμὴ δὲ διέσσυτο μαιμώωσα <span class="bibl">5.661</span>, cf. <span class="bibl">15.542</span>; <b class="b3">δεινὸν μαιμώοντα</b> Orac. ap. <span class="bibl">Hdt. 8.77</span>: c. inf., λὶς μαιμώων χροὸς ἆσαι <span class="bibl">Theoc.25.253</span>, cf. Lyc.529, etc.: not common in Trag., <b class="b3">μαιμᾷ ὄφις</b> the snake <b class="b2">rages</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>895</span> (lyr.): c. gen., <b class="b3">χεῖρα μαιμῶσαν φόνου</b> <b class="b2">eager for</b> murder, <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>50</span> (unless <b class="b3">φ</b>. goes with <b class="b3">ἐπέσχε</b>) ; μαιμώωσαι ἐδητύος <span class="bibl">A.R.2.269</span>: in late Prose, μαιμῶσα ἐπιθυμία <span class="bibl">Ph.1.305</span>, cf. <span class="bibl">1.391</span> (ap.<span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1173</span>):—Pass., <b class="b3">ἐς σίδηρον θύρσοι μαιμώοντο</b>, prob. <b class="b2">rushed into, were suddenly changed into</b>, iron, <span class="bibl">D.P.1156</span>.</span> | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μαιμάω''': (κατ’ ἀναδιπλ. ἐκ τῆς √ΜΑ, μάω, πρβλ. [[παιφάσσω]])· Ἐπικ. γ΄ πληθ. μαιμώωσι, μετοχ. μαιμώων, -ώωσα, Ὅμηρ.· Ἐπικ. ἀόρ. μαίμησα Ἰλ. Ε. 670· πρβλ. [[ἀναμαιμάω]]· - Ἐπικ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν Ἰλ., εἶμαι [[λίαν]] [[πρόθυμος]], προθυμοῦμαι, ἐπιθυμῶ σφοδρῶς, κινοῦμαι μετ’ ἀκράτου ἐπιθυμίας πρὸς ἐκεῖνο [[ὅπερ]] ἐπιθυμῶ, «λαχταρῶ», μαίμησε δέ οἱ φίλον [[ἦτορ]] Ε. 670· μαιμώωσι πόδες καὶ χεῖρες, «[[μετὰ]] προθυμίας ὁρμῶσιν» (Σχόλ.), Ν. 75· περὶ δούρατι χεῖρες ἄαπτοι μαιμῶσιν [[αὐτόθι]] 78· μαιμώων ἔφεπ’ ἔγχεϊ Ο. 742· καὶ μεταφ. ἐπὶ λόγχης, αἰχμὴ δὲ [[διέσσυτο]] μαιμώωσα, ὡς τὸ λιλαιομένη, Ε. 661, πρβλ. Ο. 542· δεινὸν μαιμώοντα Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 8. 77· καὶ [[οὕτως]] ὁ Θεόκρ. 25. 253 χρῆται αὐτῷ μετ’ ἀπαρ., λῖς μαιμώων χροὸς ἆσαι, πρβλ. Λυκόφρ. 529, κτλ.· - σπάνιον παρὰ Τραγ., μαιμᾷ [[ὄφις]], μαίνεται ἐξ ὀργῆς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 895· [[μετὰ]] γεν., χεῖρα μαιμῶσαν φόνου, ὁρμῶσαν πρὸς φόνον, πρόθυμον εἰς..., Σοφ. Αἴ. 50· οὕτω, μαιμώωσαι ἐδητύος Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 269. - Παθ., ἐς [[σίδηρον]] θύρσοι μαιμώοντο, πιθ., ὥρμησαν εἰς..., [[αἴφνης]] μετετράπησαν εἰς [[σίδηρον]], Διον. Π. 1156. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:08, 5 August 2017
English (LSJ)
(redupl., cf. Μάω), Ep. 3pl. μαιμώωσι, part. μαιμώων, -ώωσα, Hom. (v. infr.); Aeol. part. μαιμάεντι· ἐνεργῶς κινουμένῳ, Hsch.: Ep. aor.
A μαίμησα Il.5.670:—Poet. Verb (Hom. only in Il.), to be very eager, quiver with eagerness, μαίμησε δέ οἱ φίλον ἦτορ Il.l.c.; μαιμώωσι πόδες καὶ χεῖρες 13.75; περὶ δούρατι χεῖρες ἄαπτοι μαιμῶσιν ib.78; μαιμώων ἔφεπ' ἔγχεϊ 15.742: metaph., of a spear, αἰχμὴ δὲ διέσσυτο μαιμώωσα 5.661, cf. 15.542; δεινὸν μαιμώοντα Orac. ap. Hdt. 8.77: c. inf., λὶς μαιμώων χροὸς ἆσαι Theoc.25.253, cf. Lyc.529, etc.: not common in Trag., μαιμᾷ ὄφις the snake rages, A.Supp.895 (lyr.): c. gen., χεῖρα μαιμῶσαν φόνου eager for murder, S.Aj.50 (unless φ. goes with ἐπέσχε) ; μαιμώωσαι ἐδητύος A.R.2.269: in late Prose, μαιμῶσα ἐπιθυμία Ph.1.305, cf. 1.391 (ap.POxy.1173):—Pass., ἐς σίδηρον θύρσοι μαιμώοντο, prob. rushed into, were suddenly changed into, iron, D.P.1156.
Greek (Liddell-Scott)
μαιμάω: (κατ’ ἀναδιπλ. ἐκ τῆς √ΜΑ, μάω, πρβλ. παιφάσσω)· Ἐπικ. γ΄ πληθ. μαιμώωσι, μετοχ. μαιμώων, -ώωσα, Ὅμηρ.· Ἐπικ. ἀόρ. μαίμησα Ἰλ. Ε. 670· πρβλ. ἀναμαιμάω· - Ἐπικ. ῥῆμα ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν Ἰλ., εἶμαι λίαν πρόθυμος, προθυμοῦμαι, ἐπιθυμῶ σφοδρῶς, κινοῦμαι μετ’ ἀκράτου ἐπιθυμίας πρὸς ἐκεῖνο ὅπερ ἐπιθυμῶ, «λαχταρῶ», μαίμησε δέ οἱ φίλον ἦτορ Ε. 670· μαιμώωσι πόδες καὶ χεῖρες, «μετὰ προθυμίας ὁρμῶσιν» (Σχόλ.), Ν. 75· περὶ δούρατι χεῖρες ἄαπτοι μαιμῶσιν αὐτόθι 78· μαιμώων ἔφεπ’ ἔγχεϊ Ο. 742· καὶ μεταφ. ἐπὶ λόγχης, αἰχμὴ δὲ διέσσυτο μαιμώωσα, ὡς τὸ λιλαιομένη, Ε. 661, πρβλ. Ο. 542· δεινὸν μαιμώοντα Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 8. 77· καὶ οὕτως ὁ Θεόκρ. 25. 253 χρῆται αὐτῷ μετ’ ἀπαρ., λῖς μαιμώων χροὸς ἆσαι, πρβλ. Λυκόφρ. 529, κτλ.· - σπάνιον παρὰ Τραγ., μαιμᾷ ὄφις, μαίνεται ἐξ ὀργῆς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 895· μετὰ γεν., χεῖρα μαιμῶσαν φόνου, ὁρμῶσαν πρὸς φόνον, πρόθυμον εἰς..., Σοφ. Αἴ. 50· οὕτω, μαιμώωσαι ἐδητύος Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 269. - Παθ., ἐς σίδηρον θύρσοι μαιμώοντο, πιθ., ὥρμησαν εἰς..., αἴφνης μετετράπησαν εἰς σίδηρον, Διον. Π. 1156.