κάττα: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(b) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1406.png Seite 1406]] ἡ, die Katze, erst sehr Späte. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1406.png Seite 1406]] ἡ, die Katze, erst sehr Späte. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κάττα''': ἡ, γάττα, [[λέξις]] μεταγεν. ἀντὶ τοῦ [[αἴλουρος]], ἔνδρυμοι κάτται παρὰ Καισαρίῳ, [[ὅστις]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ὁ πρῶτος [[Ἕλλην]] συγγραφεὺς (περὶ τὸ 350 μ. Χ.), παρ’ ᾧ ἡ [[λέξις]] ἀπαντᾷ·- ἀλλὰ cattae Pannonicae μνημονεύονται παρὰ Μαρτ. 13. 69 (περὶ τὸ 70 μ. Χ.). [[Κατὰ]] τοὺς χρόνους δὲ Εὐαγρίου τοῦ Ἐκκλ. ἱστορικοῦ (περὶ τὸ 560 μ. Χ.) [[αἴλουρος]] ἦτο τὸ δόκιμον [[ὄνομα]] τοῦ ζῷου, αἴλ. ἣν κάτταν ἡ [[συνήθεια]] λέγει 6. 23· [[οὕτως]], αἴλουρον, τὸν ἰδιωτικῶς λεγόμενον κάττον, δηλ. ἐν ἀδοκίμῳ γλώσσῃ, Σχολ. Καλλ. εἰς Δημ. 110. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:13, 5 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A cat, lateword for αἴλουρος, Sch.Ar.Pl.693:—also κάττος, ὁ, Sch.Call.Cer.111.
German (Pape)
[Seite 1406] ἡ, die Katze, erst sehr Späte.
Greek (Liddell-Scott)
κάττα: ἡ, γάττα, λέξις μεταγεν. ἀντὶ τοῦ αἴλουρος, ἔνδρυμοι κάτται παρὰ Καισαρίῳ, ὅστις φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ πρῶτος Ἕλλην συγγραφεὺς (περὶ τὸ 350 μ. Χ.), παρ’ ᾧ ἡ λέξις ἀπαντᾷ·- ἀλλὰ cattae Pannonicae μνημονεύονται παρὰ Μαρτ. 13. 69 (περὶ τὸ 70 μ. Χ.). Κατὰ τοὺς χρόνους δὲ Εὐαγρίου τοῦ Ἐκκλ. ἱστορικοῦ (περὶ τὸ 560 μ. Χ.) αἴλουρος ἦτο τὸ δόκιμον ὄνομα τοῦ ζῷου, αἴλ. ἣν κάτταν ἡ συνήθεια λέγει 6. 23· οὕτως, αἴλουρον, τὸν ἰδιωτικῶς λεγόμενον κάττον, δηλ. ἐν ἀδοκίμῳ γλώσσῃ, Σχολ. Καλλ. εἰς Δημ. 110.