ὑποκάθημαι: Difference between revisions
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
(13_5) |
(6_12) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1218.png Seite 1218]] ion. [[ὑποκάτημαι]] (s. ᾑμαι), sich unter od. an einem Orte niedersetzen, sich niederlassen, ἐν [[ταύτῃ]] τῇ πόλει ὑποκατήμενος Her. 7, 27; – auch unthätig dasitzen, Sp.; – sich heimlich niedersetzen od. in einen Hinterhalt legen, Xen. Hell. 7, 2, 5; um dem Feinde aufzulauern, ihn abzuwehren, ἐν τῇ | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1218.png Seite 1218]] ion. [[ὑποκάτημαι]] (s. ᾑμαι), sich unter od. an einem Orte niedersetzen, sich niederlassen, ἐν [[ταύτῃ]] τῇ πόλει ὑποκατήμενος Her. 7, 27; – auch unthätig dasitzen, Sp.; – sich heimlich niedersetzen od. in einen Hinterhalt legen, Xen. Hell. 7, 2, 5; um dem Feinde aufzulauern, ihn abzuwehren, ἐν τῇ | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὑποκάθημαι''': Ἰων. -[[κάτημαι]]· - [[κυρίως]] πρκμ. τοῦ [[ὑποκαθέζομαι]], [[κάθημαι]] καὶ [[περιμένω]] ἔν τινι τόπῳ, ἐν [[ταύτῃ]] τῇ πόλει ὑποκατήμενος [[Πύθιος]] ὁ Ἄτυος, ἀνὴρ Λυδὸς ἐξείνισε τὴν βασιλέως στρατιὴν πᾶσαν Ἡρόδ. 7. 27. ΙΙ. [[κάθημαι]] κρυφίως, [[ἐνεδρεύω]], Ξεν. Ἐκλ. 7. 2, 5, Στράβ. 704, Φιλόστρ. 292, 566· μεταφορ., ὑποκαθήμενον ὁρᾶν, μὲ [[βλέμμα]] ὕπουλον, ὁ αὐτ. 841. 2) [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. προσ., [[ἐνεδρεύω]] τινά, τὸν βάρβαρον Ἡρόδ. 8. 40, Φιλόστρ. 685· - μεταφορ., [[φθόνος]] ὑπ. τινα, κρυφίως, ἀνεπαισθήτως καταλαμβάνει τὴν ψυχήν τινος, ὁ αὐτ. 614, πρβλ. Πλούτ. 2. 556Β· [[ὡσαύτως]] μετά δοτ., ὑποκαθημένης αὐτῷ τῆς ὀργῆς Πολύβ. 4. 29, 7. ΙΙΙ. [[κάθημαι]] [[ἀργός]], Διονύσ. Ἁλ. 11. 37. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:14, 5 August 2017
English (LSJ)
Ion. ὑπο-κάτημαι, prop. pf. of ὑποκαθέζομαι,
A to be seated down in a place, station oneself there, ἐν ταύτῃ τῇ πόλι Hdt.7.27. 2 sit below, τινι Philostr.VA3.16; to be placed under, ὄμμα ὑ. τῇ ὀφρύϊ ib.8. II lie in ambush, Str.15.1.42: metaph., Philostr.VA7.14; ὑποκαθήμενον ὁρᾶν to have an insidious look, Id.Im.2.18; but also ἡ -καθημένη ἀοριστία the fundamental indeterminacy, Carneisc.Herc.1027.14. 2 c. acc. pers., lie in wait for, τὸν βάρβαρον Hdt.8.40, cf. Philostr.VS2.2, Her.2.11: metaph., φθόνος ὑ. τινά Id.VS2.26.3: abs., lurk, Plu.2.556b: c. dat., ὑποκαθημένης αὐτῷ τῆς ὀργῆς Plb.4.29.7. III sit idle, D.H.11.37.
German (Pape)
[Seite 1218] ion. ὑποκάτημαι (s. ᾑμαι), sich unter od. an einem Orte niedersetzen, sich niederlassen, ἐν ταύτῃ τῇ πόλει ὑποκατήμενος Her. 7, 27; – auch unthätig dasitzen, Sp.; – sich heimlich niedersetzen od. in einen Hinterhalt legen, Xen. Hell. 7, 2, 5; um dem Feinde aufzulauern, ihn abzuwehren, ἐν τῇ
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκάθημαι: Ἰων. -κάτημαι· - κυρίως πρκμ. τοῦ ὑποκαθέζομαι, κάθημαι καὶ περιμένω ἔν τινι τόπῳ, ἐν ταύτῃ τῇ πόλει ὑποκατήμενος Πύθιος ὁ Ἄτυος, ἀνὴρ Λυδὸς ἐξείνισε τὴν βασιλέως στρατιὴν πᾶσαν Ἡρόδ. 7. 27. ΙΙ. κάθημαι κρυφίως, ἐνεδρεύω, Ξεν. Ἐκλ. 7. 2, 5, Στράβ. 704, Φιλόστρ. 292, 566· μεταφορ., ὑποκαθήμενον ὁρᾶν, μὲ βλέμμα ὕπουλον, ὁ αὐτ. 841. 2) ὡσαύτως μετ’ αἰτ. προσ., ἐνεδρεύω τινά, τὸν βάρβαρον Ἡρόδ. 8. 40, Φιλόστρ. 685· - μεταφορ., φθόνος ὑπ. τινα, κρυφίως, ἀνεπαισθήτως καταλαμβάνει τὴν ψυχήν τινος, ὁ αὐτ. 614, πρβλ. Πλούτ. 2. 556Β· ὡσαύτως μετά δοτ., ὑποκαθημένης αὐτῷ τῆς ὀργῆς Πολύβ. 4. 29, 7. ΙΙΙ. κάθημαι ἀργός, Διονύσ. Ἁλ. 11. 37.