ἀποβιάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(13_2)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0297.png Seite 297]] mit Gewalt fortdrängen, Pol. 16, 24; gewaltthätig verfahren, Xen. Cyr. 1, 3, 19; Plut. oft. – Pass. ἀποβιασθῆναι Xen. Cyr. 4, 2, 24.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0297.png Seite 297]] mit Gewalt fortdrängen, Pol. 16, 24; gewaltthätig verfahren, Xen. Cyr. 1, 3, 19; Plut. oft. – Pass. ἀποβιασθῆναι Xen. Cyr. 4, 2, 24.
}}
{{ls
|lstext='''ἀποβιάζομαι''': ἀποθ., [[ἐκβιάζω]], ὠθῶ [[ὀπίσω]], [[ἐξαναγκάζω]] [[ὀπίσω]], τὸ ὑγρὸν Ἀριστ. περὶ Ζῴων Πορείας 17, 6· τὸ κωλῦον ὁ αὐτ. Πρβλ. 11. 35, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 2. 4, 5, Μετεωρ. 2. 8, 38: ― Παθ., ἐξαναγκάζομαι εἰς ὀπισθοδρόμησιν ἢ ὑποχώρησιν, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 26, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 15· καὶ τῷ ἐναπολαμβάνεσθαι ἐν στενωτέροις τόποις καί ἀποβιάζεσθαι εἰς ἑλάττω τόπον, συμπιέζεσθαι εἰς μικρότερον χῶρον, [[αὐτόθι]] 2. 8, 11. 2) [[ἀναγκάζω]] τινὰ διὰ τῆς βίας νά μοι δώσῃ τι, [[βιάζω]], τοὺς δὲ ἀποβιαζόμενος Πολύβ. 16. 24, 5 κ. ἀλλ. ΙΙ. ἀπολ., μεταχειρίζομαι βίαν, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 19, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 18 κ. ἀλλ.: [[ἐξαναγκάζω]], [[διέρχομαι]] διὰ τῆς βίας, ἀποβιαζομένου τοῦ [[ἄνωθεν]] ἑπιόντος ὕδατος [[αὐτόθι]] 1. 13, 26. ― Τύπος τις -βιάομαι ἀπαντᾷ παρ’ Ἱππ. 458. 9· καὶ ἐνεργητ. -[[βιάζω]] ἐν Σχολίοις Θεοκρ. 6. 16, καὶ Ἐφρ. Σύρῳ τ. 1. σ. 94C.
}}
}}

Revision as of 10:22, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποβῐάζομαι Medium diacritics: ἀποβιάζομαι Low diacritics: αποβιάζομαι Capitals: ΑΠΟΒΙΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: apobiázomai Transliteration B: apobiazomai Transliteration C: apoviazomai Beta Code: a)pobia/zomai

English (LSJ)

   A force away, force back, τὸ ὑγρόν Arist.IA714a19; τὸ κωλῦον Id.Pr.903b5, cf. GA737b29, Mete.368b10, PPetr.3p.39 (iii B.C.):—Pass., to be forced away or back, X.Cyr.4.2.24, Arist.Mete. 364a29; ἀ. εἰς ἐλάττω τόπον to be forced into... ib.366b11.    2 treat with violence, τινά Plb.16.24.5: abs., 33.9.5, cf. SIG629.20 (Delph., ii B. C.), Wilcken Chr.11A 30 (ii B. C.): metaph., κατὰ τὰς λέξεων ὁμιλίας Phld. Oec.p.59J.    II abs., use force, X.Cyr.3.1.19, Arist. Mete.364b8, al.: force its way, ib.351a6:—Act. ἀπο-βιάζω, Sch.Theoc. 6.18.

German (Pape)

[Seite 297] mit Gewalt fortdrängen, Pol. 16, 24; gewaltthätig verfahren, Xen. Cyr. 1, 3, 19; Plut. oft. – Pass. ἀποβιασθῆναι Xen. Cyr. 4, 2, 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποβιάζομαι: ἀποθ., ἐκβιάζω, ὠθῶ ὀπίσω, ἐξαναγκάζω ὀπίσω, τὸ ὑγρὸν Ἀριστ. περὶ Ζῴων Πορείας 17, 6· τὸ κωλῦον ὁ αὐτ. Πρβλ. 11. 35, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 2. 4, 5, Μετεωρ. 2. 8, 38: ― Παθ., ἐξαναγκάζομαι εἰς ὀπισθοδρόμησιν ἢ ὑποχώρησιν, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 26, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 15· καὶ τῷ ἐναπολαμβάνεσθαι ἐν στενωτέροις τόποις καί ἀποβιάζεσθαι εἰς ἑλάττω τόπον, συμπιέζεσθαι εἰς μικρότερον χῶρον, αὐτόθι 2. 8, 11. 2) ἀναγκάζω τινὰ διὰ τῆς βίας νά μοι δώσῃ τι, βιάζω, τοὺς δὲ ἀποβιαζόμενος Πολύβ. 16. 24, 5 κ. ἀλλ. ΙΙ. ἀπολ., μεταχειρίζομαι βίαν, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 19, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 18 κ. ἀλλ.: ἐξαναγκάζω, διέρχομαι διὰ τῆς βίας, ἀποβιαζομένου τοῦ ἄνωθεν ἑπιόντος ὕδατος αὐτόθι 1. 13, 26. ― Τύπος τις -βιάομαι ἀπαντᾷ παρ’ Ἱππ. 458. 9· καὶ ἐνεργητ. -βιάζω ἐν Σχολίοις Θεοκρ. 6. 16, καὶ Ἐφρ. Σύρῳ τ. 1. σ. 94C.