παραμονή: Difference between revisions
(c2) |
(6_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0490.png Seite 490]] ἡ, das Dabeibleiben, die Ausdauer, Ath. I, 30 b; – das Ausharren, die Standhaftigkeit, Sp. oft. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0490.png Seite 490]] ἡ, das Dabeibleiben, die Ausdauer, Ath. I, 30 b; – das Ausharren, die Standhaftigkeit, Sp. oft. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παραμονή''': ἡ, τὸ παραμένειν, μένειν [[παρά]] τινι, ἐπὶ τῆς καταστάσεως ἱεροδούλου, Συλλ. Ἐπιγρ. 1608b, Curt. Anecd. Delph σ. 39. 2) [[σταθερότης]] ἔν τινι, Ἰαμβλ. Προτρ. 16· ἐπὶ οἴνου παραμένοντος ἀβλαβοῦς, [[οἶνον]]... πρὸς παραμονὴν ἐπιτήδειον Ἀθήν. 30Ε· - ὡς ἐπίρρ., εἰς παραμονήν, διαρκῶς, Γεωπ. 6. 16, 3. ΙΙ. παρὰ Βυζ., [[σταθμός]], [[φρουρά]]· [[ὅθεν]] [[παραμονάριος]], ὁ, ὁ [[φύλαξ]], [[φρουρός]], custos, Συλλ. Ἐπιγραφ. 9259· ἴδε Δουκάγγ. - Ἐκκλησ., ἡ προηγουμένη [[ἡμέρα]] δεσποτικῆς ἑορτῆς, παραμ. τῶν Φώτων, Στουδ. 700C· τῆς τοῦ Χριστοῦ γεννήσεως 1697Α· τῆς Βαϊοφόρου 1717Β, κλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:25, 5 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A obligation to continue in service, of a slave whose manumission is deferred, SIG2863 (Delph.), etc.; ἐγγύους παρά τινος λαμβάνειν παραμονῆς PHal.1.48 (iii B. C.), cf. PHib.1.41.5 (iii B. C.). 2 endurance, constancy, Iamb.Protr.[2]. 3 keeping, οἶνος πρὸς παραμονὴν ἐπιτήδειος Ath.1.30e ; γλεῦκος εἰς π. χρήσιμον Gp.6.16.3 ; εἰς πλείονα π. χρωμάτων Dsc.5.159. 4 διὰ τὴν τοῦ βρέφους παραμονήν to make room for the foetus, Alex.Aphr.Pr.1.125.
German (Pape)
[Seite 490] ἡ, das Dabeibleiben, die Ausdauer, Ath. I, 30 b; – das Ausharren, die Standhaftigkeit, Sp. oft.
Greek (Liddell-Scott)
παραμονή: ἡ, τὸ παραμένειν, μένειν παρά τινι, ἐπὶ τῆς καταστάσεως ἱεροδούλου, Συλλ. Ἐπιγρ. 1608b, Curt. Anecd. Delph σ. 39. 2) σταθερότης ἔν τινι, Ἰαμβλ. Προτρ. 16· ἐπὶ οἴνου παραμένοντος ἀβλαβοῦς, οἶνον... πρὸς παραμονὴν ἐπιτήδειον Ἀθήν. 30Ε· - ὡς ἐπίρρ., εἰς παραμονήν, διαρκῶς, Γεωπ. 6. 16, 3. ΙΙ. παρὰ Βυζ., σταθμός, φρουρά· ὅθεν παραμονάριος, ὁ, ὁ φύλαξ, φρουρός, custos, Συλλ. Ἐπιγραφ. 9259· ἴδε Δουκάγγ. - Ἐκκλησ., ἡ προηγουμένη ἡμέρα δεσποτικῆς ἑορτῆς, παραμ. τῶν Φώτων, Στουδ. 700C· τῆς τοῦ Χριστοῦ γεννήσεως 1697Α· τῆς Βαϊοφόρου 1717Β, κλ.