λίθαξ: Difference between revisions
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
(13_5) |
(6_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0044.png Seite 44]] ακος ([[λίθος]]), steinig, felsig, hart, πέτρη, Od. 5, 415, Schol. [[λιθώδης]]. – Als subst. ἡ, eigtl. dim. von [[λίθος]] (vgl. B. A. 635, 17), kleiner Stein, Felsstück, bes. sp. D., wie Arat. Phaen. 1112; Orph. Arg. 611; ἀνθηραί, Edelsteine, Man. 6, 343; τρητή, Bimsstein, Paul. Sil. 52 (VI, 66). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0044.png Seite 44]] ακος ([[λίθος]]), steinig, felsig, hart, πέτρη, Od. 5, 415, Schol. [[λιθώδης]]. – Als subst. ἡ, eigtl. dim. von [[λίθος]] (vgl. B. A. 635, 17), kleiner Stein, Felsstück, bes. sp. D., wie Arat. Phaen. 1112; Orph. Arg. 611; ἀνθηραί, Edelsteine, Man. 6, 343; τρητή, Bimsstein, Paul. Sil. 52 (VI, 66). | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''λίθαξ''': [ῐ], -ᾰκος, ὁ, ἡ, ([[λίθος]]) [[λιθώδης]], [[μήπως]] μ’ ἐκβαίνοντα βάλῃ λίθακι [[ποτὶ]] πέτρῃ, «[[μήπως]] με προσρίψῃ πέτρᾳ τινὶ ἐχούσῃ προβολὰς ὀξείας, τοιαύτη γὰρ ἡ [[λίθαξ]] [[πέτρα]]» (Εὐστάθ.), Ὀδ. Ε. 415. ΙΙ. ὡς θηλ. οὐσιαστ., = [[λίθος]], Ἄρατ. 1112, Ὀρφ. Ἀργ. 611˙ ἐπὶ λίθου ἐπιταφίου, Ἀνθ. Π. 7. 392˙ ἐπὶ πολυτίμου λίθου, Μανέθων 6. 343˙ λ. τρητὴν σπόγγῳ ἐειδομένην, ἐπὶ τῆς κισήρεως, «ἐλαφροπέτρας», Ἀνθ. Π. 6. 66. 2) ἐν τῷ πληθ., γῆ [[λιθώδης]], Νικ. Θηρ. 150˙ πρβλ. [[ἕρμαξ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:29, 5 August 2017
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ, ἡ,
A stony, λίθακι ποτὶ πέτρῃ Od.5.415. II as fem. Subst., = λίθος, Arat.1112, Orph.A.613; κωφὴ λ., of a gravestone, AP7.392 (Heraclid. Sinop.); of a precious stone, Man.6.343; λ. τρητὴν σπόγγῳ ἐειδομένην, of the pumice-stone, AP6.66 (Paul. Sil.). 2 in pl., stony land, Epic.in Arch.Pap.7.10, v.l. in Nic. Th.150; cf. ἕρμαξ.
German (Pape)
[Seite 44] ακος (λίθος), steinig, felsig, hart, πέτρη, Od. 5, 415, Schol. λιθώδης. – Als subst. ἡ, eigtl. dim. von λίθος (vgl. B. A. 635, 17), kleiner Stein, Felsstück, bes. sp. D., wie Arat. Phaen. 1112; Orph. Arg. 611; ἀνθηραί, Edelsteine, Man. 6, 343; τρητή, Bimsstein, Paul. Sil. 52 (VI, 66).
Greek (Liddell-Scott)
λίθαξ: [ῐ], -ᾰκος, ὁ, ἡ, (λίθος) λιθώδης, μήπως μ’ ἐκβαίνοντα βάλῃ λίθακι ποτὶ πέτρῃ, «μήπως με προσρίψῃ πέτρᾳ τινὶ ἐχούσῃ προβολὰς ὀξείας, τοιαύτη γὰρ ἡ λίθαξ πέτρα» (Εὐστάθ.), Ὀδ. Ε. 415. ΙΙ. ὡς θηλ. οὐσιαστ., = λίθος, Ἄρατ. 1112, Ὀρφ. Ἀργ. 611˙ ἐπὶ λίθου ἐπιταφίου, Ἀνθ. Π. 7. 392˙ ἐπὶ πολυτίμου λίθου, Μανέθων 6. 343˙ λ. τρητὴν σπόγγῳ ἐειδομένην, ἐπὶ τῆς κισήρεως, «ἐλαφροπέτρας», Ἀνθ. Π. 6. 66. 2) ἐν τῷ πληθ., γῆ λιθώδης, Νικ. Θηρ. 150˙ πρβλ. ἕρμαξ.