ὑπερτερέω: Difference between revisions
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
(13_1) |
(6_22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1202.png Seite 1202]] darüber sein, ein [[ὑπέρτερος]], höher, besser sein, übertreffen, = [[ἐπικρατέω]], S. Emp. adv. phys. 2, 82. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1202.png Seite 1202]] darüber sein, ein [[ὑπέρτερος]], höher, besser sein, übertreffen, = [[ἐπικρατέω]], S. Emp. adv. phys. 2, 82. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὑπερτερέω''': ὡς καὶ νῦν, εἶμαι [[ὑπέρτερος]], ὅσον βασιλεὺς ἰδιώτου εἰς τὴν τύχην ὑπερτερεῖ Θεμίστ. 170Α· εἴς τι Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἀπολογ. Ὑπὲρ τῶν ἐπὶ μισθ. συνόντ. 12· - [[ὡσαύτως]], -εύω, Ἰω. Καμενιάτου Ἅλωσις Θεσσαλονίκης τ. 324Α. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:30, 5 August 2017
English (LSJ)
A surpass, ὁ θεὸς δυνάμει πάντων ὑ. Them.Or.13.170a; εἴς τι Sch.Luc.Pro Merc.Cond.12. 2 Astrol., = καθυπερτερέω, Cat.Cod.Astr.2.171.
German (Pape)
[Seite 1202] darüber sein, ein ὑπέρτερος, höher, besser sein, übertreffen, = ἐπικρατέω, S. Emp. adv. phys. 2, 82.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερτερέω: ὡς καὶ νῦν, εἶμαι ὑπέρτερος, ὅσον βασιλεὺς ἰδιώτου εἰς τὴν τύχην ὑπερτερεῖ Θεμίστ. 170Α· εἴς τι Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἀπολογ. Ὑπὲρ τῶν ἐπὶ μισθ. συνόντ. 12· - ὡσαύτως, -εύω, Ἰω. Καμενιάτου Ἅλωσις Θεσσαλονίκης τ. 324Α.