ἐπίφορος: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
(13_6a)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1001.png Seite 1001]] 1) nachdringend, daranstoßend, vom günstigen Winde, Luc. u. Sp.; Thuc. 3, 74 εἰ [[ἄνεμος]] ἐπεγένετο τῇ φλογὶ [[ἐπίφορος]] ἐς τὴν πόλιν, wenn ein Wind dazu gekommen wäre, der die Flamme in die Stadt getrieben hätte; Aesch. Ch. 800 [[παῖς]] ὁ Μαίας ἐπιφορώτατος, geneigt; Neigung wozu habend, εἰς ποίησιν Plut.; [[πρός]] τι, Hel. – 21 der Geburt nahe, schwanger, Hippocr.; trächtig, von Hunden, Xen. Cyn. 7, 2. – Adv., ἐπιφόρως ἔχειν [[πρός]] τι, geneigt sein wozu, Strab. XII, 553.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1001.png Seite 1001]] 1) nachdringend, daranstoßend, vom günstigen Winde, Luc. u. Sp.; Thuc. 3, 74 εἰ [[ἄνεμος]] ἐπεγένετο τῇ φλογὶ [[ἐπίφορος]] ἐς τὴν πόλιν, wenn ein Wind dazu gekommen wäre, der die Flamme in die Stadt getrieben hätte; Aesch. Ch. 800 [[παῖς]] ὁ Μαίας ἐπιφορώτατος, geneigt; Neigung wozu habend, εἰς ποίησιν Plut.; [[πρός]] τι, Hel. – 21 der Geburt nahe, schwanger, Hippocr.; trächtig, von Hunden, Xen. Cyn. 7, 2. – Adv., ἐπιφόρως ἔχειν [[πρός]] τι, geneigt sein wozu, Strab. XII, 553.
}}
{{ls
|lstext='''ἐπίφορος''': -ον, ([[ἐπιφέρω]]) φέρων [[πρός]] τι [[μέρος]], εἰ [[ἄνεμος]] ἐπεγένετο τῇ φλογὶ [[ἐπίφορος]] ἐς τὴν πόλιν Θουκ. 3. 74, πρβλ. 2. 77· [[εὐνοϊκός]], [[οὔριος]], ἐπὶ ἀνέμων, Παυσ. 8. 28, 4· ἐπιφορώτατος, ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Αἰσχύλ. Χο. 813. ΙΙ. διατεθειμένος, ἔχων κλίσιν νά, [[ἐπίφορος]] ῥέπειν [[πρός]] τι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 792· [[ἁρμόδιος]], [[κατάλληλος]], εἴς τι Λογγῖν. 5. 1· ἀπολ., [[λάγνος]], [[ἀκόλαστος]]. Ἱππ. 1280. 23. ― Ἐπίρρ. ἐπιφόρως ἔχειν [[πρός]] τι Στράβ. 553. 2) ἐπὶ ἐδάφους, [[κατωφερής]], Λατ. acclivis, Πλουτ. Φλαμιν. 8 ΙΙΙ. [[ἔγκυος]], Ἱππ. Προρρ. 75· [[ἐπίτεξ]], Ξεν. Κύρ. 7. 2· «[[ἐπίφορος]]· τοῦ τεκεῖν. [[ἐγγὺς]] οὖσα» Ἡσύχ.: ἐπὶ φυτῶν, ἔτι τὸ μὲν μετοπωρινὸν ἔγκυμον [[εἶναι]] καὶ ἐπίφορον Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 2, 8.
}}
}}

Revision as of 10:30, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίφορος Medium diacritics: ἐπίφορος Low diacritics: επίφορος Capitals: ΕΠΙΦΟΡΟΣ
Transliteration A: epíphoros Transliteration B: epiphoros Transliteration C: epiforos Beta Code: e)pi/foros

English (LSJ)

ον, (ἐπιφέρω)

   A carrying towards, εἰ ἄνεμος ἐπεγένετο τῇ φλογὶ ἐπίφορος ἐς [τὴν πόλιν] Th.3.74, cf. 2.77 ; favourable, of winds. Paus.8.28.4 ; ἐπιφορώτατος [Ἑρμῆς] A.Ch.813 (lyr.).    II leaning or prone to a thing, ἐ. κάτω ῥέψαι gloss in Hp.Art.14 (Comp.) ; πρὸς δεισιδαιμονίαν Plu.2.703d ; well-suited, εἴς τι Longin.5, Plu.2.623d. Adv. -ρως, ἔχειν πρός τι Str.12.3.26.    b of documents, applicable, relationg to the matter in hand (cf. ἐπιφέρω 1.9), POxy.266.14, 1282.33 (i A. D.).    2 of ground, sloping, Hp.Ep.17.    III pregnant, Id.Prorrh.1.103 ; near the time of bringing forth, X.Cyn.7.2 ; of plants, Thphr.CP3.2.8.

German (Pape)

[Seite 1001] 1) nachdringend, daranstoßend, vom günstigen Winde, Luc. u. Sp.; Thuc. 3, 74 εἰ ἄνεμος ἐπεγένετο τῇ φλογὶ ἐπίφορος ἐς τὴν πόλιν, wenn ein Wind dazu gekommen wäre, der die Flamme in die Stadt getrieben hätte; Aesch. Ch. 800 παῖς ὁ Μαίας ἐπιφορώτατος, geneigt; Neigung wozu habend, εἰς ποίησιν Plut.; πρός τι, Hel. – 21 der Geburt nahe, schwanger, Hippocr.; trächtig, von Hunden, Xen. Cyn. 7, 2. – Adv., ἐπιφόρως ἔχειν πρός τι, geneigt sein wozu, Strab. XII, 553.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίφορος: -ον, (ἐπιφέρω) φέρων πρός τι μέρος, εἰ ἄνεμος ἐπεγένετο τῇ φλογὶ ἐπίφορος ἐς τὴν πόλιν Θουκ. 3. 74, πρβλ. 2. 77· εὐνοϊκός, οὔριος, ἐπὶ ἀνέμων, Παυσ. 8. 28, 4· ἐπιφορώτατος, ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Αἰσχύλ. Χο. 813. ΙΙ. διατεθειμένος, ἔχων κλίσιν νά, ἐπίφορος ῥέπειν πρός τι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 792· ἁρμόδιος, κατάλληλος, εἴς τι Λογγῖν. 5. 1· ἀπολ., λάγνος, ἀκόλαστος. Ἱππ. 1280. 23. ― Ἐπίρρ. ἐπιφόρως ἔχειν πρός τι Στράβ. 553. 2) ἐπὶ ἐδάφους, κατωφερής, Λατ. acclivis, Πλουτ. Φλαμιν. 8 ΙΙΙ. ἔγκυος, Ἱππ. Προρρ. 75· ἐπίτεξ, Ξεν. Κύρ. 7. 2· «ἐπίφορος· τοῦ τεκεῖν. ἐγγὺς οὖσα» Ἡσύχ.: ἐπὶ φυτῶν, ἔτι τὸ μὲν μετοπωρινὸν ἔγκυμον εἶναι καὶ ἐπίφορον Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 2, 8.