ἀνεπιστήμων: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
(13_5)
(6_16)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0225.png Seite 225]] ον, unwissend, Her. 9, 62; Thuc. 5, 111; ναῦς, den ἔμπειροι u. [[ἄμεινον]] πλέουσαι entgeggstzt, 2, 89; öfter Plat., τινός. Prot. 350 b; [[περί]] τινος, Theaet. 202 c; [[ὁδός]], unwissenschaftlich, Her. 2, 21; mit dem inf., Xen. Mem. 2, 3, 7. – Adv., ἀνεπιστημόνως ζῆν Plat. Legg. I, 636 e.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0225.png Seite 225]] ον, unwissend, Her. 9, 62; Thuc. 5, 111; ναῦς, den ἔμπειροι u. [[ἄμεινον]] πλέουσαι entgeggstzt, 2, 89; öfter Plat., τινός. Prot. 350 b; [[περί]] τινος, Theaet. 202 c; [[ὁδός]], unwissenschaftlich, Her. 2, 21; mit dem inf., Xen. Mem. 2, 3, 7. – Adv., ἀνεπιστημόνως ζῆν Plat. Legg. I, 636 e.
}}
{{ls
|lstext='''ἀνεπιστήμων''': -ον, γεν, ονος, ὁ μὴ ἐπιστάμενος, [[ἀμαθής]], [[ἄπειρος]], [[ἀνεπιτήδειος]], Ἡρόδ. 9. 62, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 8, καὶ ἀνεπιστήμονες ἔτι ὄντες, καίτοι ἄπειροι ἔτι ὄντες, Θουκ. 7. 67, κτλ.· ὁρῶ γὰρ ὅτι πρὸς πολλὰς [[ναῦς]] ἀνεπιστήμονας ὀλίγαις ναυσὶν ἐμπείροις ... ἡ [[στενοχωρία]] οὐ ξυμφέρει, [[διότι]] [[βλέπω]], ὅτι δὲν συμφέρει νὰ ναυμαχήσῃ τις εἰς [[μέρος]] στενόχωρον μὲ ὀλίγα πλοῖα, [[καίπερ]] ἔχοντα ἐξησκημένα πληρώματα, πρὸς πολλὰ μὲ πληρώματα μὴ ἐξησκημένα, ὁ αὐτ. 2. 89· οὕτω περὶ μελῶν τοῦ σώματος, μηδὲν ἀργὸν τούτων [[μηδὲ]] ἀνεπιστῆμον ἐᾶν [[εἶναι]], μηδὲν ἐᾶν ἀγύμναστον, Πλάτ. Νόμ. 795C: - [[ἀνεπιστήμων]] τινὸς ἢ [[περί]] τινος, [[ἄπειρος]], μὴ ἔχων ἐμπειρίαν πράγματός τινος, ὁ αὐτ. Πρωτ. 350Β, Θεαίτ. 202C: - ἀνεπ- μετ’ ἀπαρεμ., ὁ μὴ ἐπιστάμενος χρῆσθαί τινι, [[ἀδαής]], Ξεν. Ἀπομν. 2.3, 7: - ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, οὐκ ἀνεπιστήμοσιν ὅτι = ἐπισταμένοις ὅτι, Θουκ. 5.111· [[ἀπείρων]] καὶ ἀνεπιστημόνων ὅπῃ τράπωνται, καὶ μὴ εἰδότων, ὁ αὐτ. 3. 112: - Ἐπίρρ. -[[μόνως]] Πλάτ. Νόμ. 636Ε, Ξεν. Κυν. 3, 11. ΙΙ. ὁ [[ἄνευ]] ἐπιστημονικῆς μορφώσεως, Πλάτ. Πολ. 350Β, κτλ.· ἡ δ’ ἑτέρη [γνώμη] ἀνεπιστημονεστέρη μέν ἐστι τῆς λελεγμένης, ἀλογωτέρα, Ἡρόδ. 2. 21.
}}
}}

Revision as of 10:35, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπιστήμων Medium diacritics: ἀνεπιστήμων Low diacritics: ανεπιστήμων Capitals: ΑΝΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
Transliteration A: anepistḗmōn Transliteration B: anepistēmōn Transliteration C: anepistimon Beta Code: a)nepisth/mwn

English (LSJ)

Dor. -άμων Archyt.3, ον, gen. ονος,

   A ignorant, unskilful, Hdt.9.62, Th.7.67, etc.; νῆες ἀνεπιστήμονες ships with unskilful crews, opp. ἔμπειροι, Id.2.89: so μηδὲν ἀ. ἐᾶν leave no part untrained, Pl.Lg.795c; ἀ. τινός or περί τινος unskilled in a thing, Hp.VM1, Pl.Prt.350b, Tht.202c: c. inf., not knowing how to do a thing, X.Mem.2.3.7: foll. by relat., ἀ. ὅτι .. not knowing that... Th.5.111; ἀ. ὅπῃ τράπωνται Id.3.112. Adv. -μόνως Pl.Lg.636e, X. Cyn.3.11, etc.    II without knowledge, unintelligent, Pl.R.350b, etc.; ἡ δ' ἑτέρη [γνώμη] ἀνεπιστημονεστέρη μέν ἐστι τῆς ἑτέρης less intelligent, Hdt.2.21.

German (Pape)

[Seite 225] ον, unwissend, Her. 9, 62; Thuc. 5, 111; ναῦς, den ἔμπειροι u. ἄμεινον πλέουσαι entgeggstzt, 2, 89; öfter Plat., τινός. Prot. 350 b; περί τινος, Theaet. 202 c; ὁδός, unwissenschaftlich, Her. 2, 21; mit dem inf., Xen. Mem. 2, 3, 7. – Adv., ἀνεπιστημόνως ζῆν Plat. Legg. I, 636 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπιστήμων: -ον, γεν, ονος, ὁ μὴ ἐπιστάμενος, ἀμαθής, ἄπειρος, ἀνεπιτήδειος, Ἡρόδ. 9. 62, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 8, καὶ ἀνεπιστήμονες ἔτι ὄντες, καίτοι ἄπειροι ἔτι ὄντες, Θουκ. 7. 67, κτλ.· ὁρῶ γὰρ ὅτι πρὸς πολλὰς ναῦς ἀνεπιστήμονας ὀλίγαις ναυσὶν ἐμπείροις ... ἡ στενοχωρία οὐ ξυμφέρει, διότι βλέπω, ὅτι δὲν συμφέρει νὰ ναυμαχήσῃ τις εἰς μέρος στενόχωρον μὲ ὀλίγα πλοῖα, καίπερ ἔχοντα ἐξησκημένα πληρώματα, πρὸς πολλὰ μὲ πληρώματα μὴ ἐξησκημένα, ὁ αὐτ. 2. 89· οὕτω περὶ μελῶν τοῦ σώματος, μηδὲν ἀργὸν τούτων μηδὲ ἀνεπιστῆμον ἐᾶν εἶναι, μηδὲν ἐᾶν ἀγύμναστον, Πλάτ. Νόμ. 795C: - ἀνεπιστήμων τινὸς ἢ περί τινος, ἄπειρος, μὴ ἔχων ἐμπειρίαν πράγματός τινος, ὁ αὐτ. Πρωτ. 350Β, Θεαίτ. 202C: - ἀνεπ- μετ’ ἀπαρεμ., ὁ μὴ ἐπιστάμενος χρῆσθαί τινι, ἀδαής, Ξεν. Ἀπομν. 2.3, 7: - ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, οὐκ ἀνεπιστήμοσιν ὅτι = ἐπισταμένοις ὅτι, Θουκ. 5.111· ἀπείρων καὶ ἀνεπιστημόνων ὅπῃ τράπωνται, καὶ μὴ εἰδότων, ὁ αὐτ. 3. 112: - Ἐπίρρ. -μόνως Πλάτ. Νόμ. 636Ε, Ξεν. Κυν. 3, 11. ΙΙ. ὁ ἄνευ ἐπιστημονικῆς μορφώσεως, Πλάτ. Πολ. 350Β, κτλ.· ἡ δ’ ἑτέρη [γνώμη] ἀνεπιστημονεστέρη μέν ἐστι τῆς λελεγμένης, ἀλογωτέρα, Ἡρόδ. 2. 21.