εὔτροπος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
(13_3)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1104.png Seite 1104]] gewandt, Erkl. von [[εὐτράπελος]], Arist. eth. 4, 8; gew. im guten Sinne, gutartig, Hippocr. u. Poll. – Adv., Schol. Thuc. 1, 122, als Erkl. von εὐοργήτως.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1104.png Seite 1104]] gewandt, Erkl. von [[εὐτράπελος]], Arist. eth. 4, 8; gew. im guten Sinne, gutartig, Hippocr. u. Poll. – Adv., Schol. Thuc. 1, 122, als Erkl. von εὐοργήτως.
}}
{{ls
|lstext='''εὔτροπος''': -ον, ([[τρέπω]]) [[εὔστροφος]], οἱ δὲ ἐμμελῶς παίζοντες εὐτράπελοι προσαγορεύονται, [[οἷον]] εὔτροποι˙ τοῦ γὰρ ἤθους αἱ τοιαῦται δοκοῦσι κινήσεις [[εἶναι]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 3. ΙΙ. ὁ καλοὺς ἔχων τρόπους, «[[εὔτροπος]] γὰρ ἀνὴρ ὁ τὸ [[ἦθος]] ἔχων εἰς τὸ εὖ τετραμμένον» Σχόλ. εἰς Ὀδ. Α. 1˙ ἐπὶ νοσημάτων, [[ἤπιος]], οὐχὶ [[ὀξύς]], καὶ εὔτροποι καὶ οὐ κατόξεες Ἱππ. 50. 24. - Ἐπίρρ. εὐτρόπως, «εὐοργήτως, εὐτρόπως˙ ὀργὴ γὰρ ὁ [[τρόπος]]» Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 122.
}}
}}

Revision as of 10:43, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔτροπος Medium diacritics: εὔτροπος Low diacritics: εύτροπος Capitals: ΕΥΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: eútropos Transliteration B: eutropos Transliteration C: eytropos Beta Code: eu)/tropos

English (LSJ)

ον, (τρέπω)

   A versatile, etym. of εὐτράπελος, Arist.EN1128a10.    II (τρόπος) morally good, Sch.Od.1.1; of diseases, mild, Hp.Hum.13; εὔτροπος ἀνθρώποισι δαίμων dub. sens. in PHib.1.2.6 (cf. Epich.258). Adv. -πως, gloss on εὐοργήτως, Sch.Th.1.122.

German (Pape)

[Seite 1104] gewandt, Erkl. von εὐτράπελος, Arist. eth. 4, 8; gew. im guten Sinne, gutartig, Hippocr. u. Poll. – Adv., Schol. Thuc. 1, 122, als Erkl. von εὐοργήτως.

Greek (Liddell-Scott)

εὔτροπος: -ον, (τρέπω) εὔστροφος, οἱ δὲ ἐμμελῶς παίζοντες εὐτράπελοι προσαγορεύονται, οἷον εὔτροποι˙ τοῦ γὰρ ἤθους αἱ τοιαῦται δοκοῦσι κινήσεις εἶναι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 3. ΙΙ. ὁ καλοὺς ἔχων τρόπους, «εὔτροπος γὰρ ἀνὴρ ὁ τὸ ἦθος ἔχων εἰς τὸ εὖ τετραμμένον» Σχόλ. εἰς Ὀδ. Α. 1˙ ἐπὶ νοσημάτων, ἤπιος, οὐχὶ ὀξύς, καὶ εὔτροποι καὶ οὐ κατόξεες Ἱππ. 50. 24. - Ἐπίρρ. εὐτρόπως, «εὐοργήτως, εὐτρόπως˙ ὀργὴ γὰρ ὁ τρόπος» Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 122.