ἀποθηριόω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(13_6a)
(6_2)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0303.png Seite 303]] verwildern lassen, τὸν βίον Plut. de esu carn. 1, 6; übertr., τινὰ [[πρός]] τινα, wild machen, zornig machen, Pol. 1, 79; ἀποτεθηρίωται πρὸς ἑαυτόν, hat sie gegen sich erbittert, 15, 22. Pass., erbittert, ergrimmt sein gegen Einen, Pol. 1, 70 u. öfter; verwildern, ὁ [[Νεῖλος]] ἀποτεθηρίωται, ist voll wilder Thiere, Alciphr. 2, 3; übertr., vom Körper, Pol. 3, 60; vom Geist, 4, 21 u. öfter; ἕλκεα ἀποθηριούμενα, die schlimm werden, wildes Fleisch ansetzen, 1, 81.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0303.png Seite 303]] verwildern lassen, τὸν βίον Plut. de esu carn. 1, 6; übertr., τινὰ [[πρός]] τινα, wild machen, zornig machen, Pol. 1, 79; ἀποτεθηρίωται πρὸς ἑαυτόν, hat sie gegen sich erbittert, 15, 22. Pass., erbittert, ergrimmt sein gegen Einen, Pol. 1, 70 u. öfter; verwildern, ὁ [[Νεῖλος]] ἀποτεθηρίωται, ist voll wilder Thiere, Alciphr. 2, 3; übertr., vom Körper, Pol. 3, 60; vom Geist, 4, 21 u. öfter; ἕλκεα ἀποθηριούμενα, die schlimm werden, wildes Fleisch ansetzen, 1, 81.
}}
{{ls
|lstext='''ἀποθηριόω''': [[μεταβάλλω]] εἰς [[θηρίον]], ἐφ’ ᾧ ὀργισθεῖσαν τὴν θεὸν ἀποθηριῶσαι αὐτὴν Ἐρατοσθ. Καταστ. 1· [[κάμνω]] τινὰ [[ὅλως]] ἄγριον, τὸν βίον Πλούτ. 2. 995D: [[ἐξερεθίζω]], ἐξαγριώνω τινὰ κατὰ τινος, τινὰ πρὸς τινα Πολύβ. 1. 79, 8: ― Παθ., [[γίνομαι]] [[ἄγριος]] ὡς [[θηρίον]], ὁ αὐτ. 1. 67, 6, κτλ. ἐπὶ ἑλκῶν ἤ φυμάτων «θυμώνω», ὁ αὐτ. 1. 81, 5, [[ἔνθα]] ἴδε Schweigh. ΙΙ. Παθ. εἶμαι [[πλήρης]] θηρίων, ὁ δὲ [[Νεῖλος]] [[οὗτος]] [[καίπερ]] ὤν καλὸς ἀλλ’ ἀποτεθηρίωται Ἀλκιφρ. 2. 3, 16.
}}
}}

Revision as of 10:43, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποθηριόω Medium diacritics: ἀποθηριόω Low diacritics: αποθηριόω Capitals: ΑΠΟΘΗΡΙΟΩ
Transliteration A: apothērióō Transliteration B: apothērioō Transliteration C: apothirioo Beta Code: a)poqhrio/w

English (LSJ)

   A change into a beast, τινά Eratosth.Cat.1:—Pass., Str. 3.2.7; prob. in Herm. ap. Stob.1.49.69.    2 make quite savage, τὸν βίον Plu.2.995d; exasperate, τινὰ πρός τινα Plb.1.79.8:—Pass., to become or be so, ib.67.6; τὴν ψυχήν D.S.17.9; of wounds, Plb.1.81.5.    II Pass., to be full of savage creatures, ἀποτεθηρίωται ὁ Νεῖλος Alciphr.2.3.

German (Pape)

[Seite 303] verwildern lassen, τὸν βίον Plut. de esu carn. 1, 6; übertr., τινὰ πρός τινα, wild machen, zornig machen, Pol. 1, 79; ἀποτεθηρίωται πρὸς ἑαυτόν, hat sie gegen sich erbittert, 15, 22. Pass., erbittert, ergrimmt sein gegen Einen, Pol. 1, 70 u. öfter; verwildern, ὁ Νεῖλος ἀποτεθηρίωται, ist voll wilder Thiere, Alciphr. 2, 3; übertr., vom Körper, Pol. 3, 60; vom Geist, 4, 21 u. öfter; ἕλκεα ἀποθηριούμενα, die schlimm werden, wildes Fleisch ansetzen, 1, 81.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποθηριόω: μεταβάλλω εἰς θηρίον, ἐφ’ ᾧ ὀργισθεῖσαν τὴν θεὸν ἀποθηριῶσαι αὐτὴν Ἐρατοσθ. Καταστ. 1· κάμνω τινὰ ὅλως ἄγριον, τὸν βίον Πλούτ. 2. 995D: ἐξερεθίζω, ἐξαγριώνω τινὰ κατὰ τινος, τινὰ πρὸς τινα Πολύβ. 1. 79, 8: ― Παθ., γίνομαι ἄγριος ὡς θηρίον, ὁ αὐτ. 1. 67, 6, κτλ. ἐπὶ ἑλκῶν ἤ φυμάτων «θυμώνω», ὁ αὐτ. 1. 81, 5, ἔνθα ἴδε Schweigh. ΙΙ. Παθ. εἶμαι πλήρης θηρίων, ὁ δὲ Νεῖλος οὗτος καίπερ ὤν καλὸς ἀλλ’ ἀποτεθηρίωται Ἀλκιφρ. 2. 3, 16.