σπατάλη: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
(13_4)
(6_9)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0918.png Seite 918]] ἡ, Schwelgerei, Luxus, bes. im Essen und Trinken; [[χρυσομανής]], Agath. 3 (V, 302); χεῖρα περισφίγξω χρυσοδέτῳ σπατάλῃ, Armband, 27 (VI, 74), vgl. [[σπατάλιον]]; [[χρυσοφόρος]] ταρσῶν, Rufin. 37 (V, 27), ein Schmuck der Füße.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0918.png Seite 918]] ἡ, Schwelgerei, Luxus, bes. im Essen und Trinken; [[χρυσομανής]], Agath. 3 (V, 302); χεῖρα περισφίγξω χρυσοδέτῳ σπατάλῃ, Armband, 27 (VI, 74), vgl. [[σπατάλιον]]; [[χρυσοφόρος]] ταρσῶν, Rufin. 37 (V, 27), ein Schmuck der Füße.
}}
{{ls
|lstext='''σπᾰτάλη''': ἡ, [[ἀκολασία]], [[ἀσωτία]], [[δαπάνη]] ὑπερβολική, Ἀνθ. Π. 11. 17, Ἐβδ. (Σειρὰχ ΚΖ΄, 13)· ἐπὶ συμποσίου πλήρους ἡδυσμάτων, Ἀνθ. Π. 7. 206., 11. 402· ἐπὶ κοσμημάτων, χρυσομανὴς σπ. [[αὐτόθι]] 5. 302· [[χρυσόδετος]] σπ., δηλ. [[ψέλλιον]], [[αὐτόθι]] 5. 27, πρβλ. 271. (Ἐντεῦθεν καὶ [[σπαταλάω]], [[σπατάλημα]], [[σπατάλιον]], κτλ.).
}}
}}

Revision as of 10:49, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπᾰτᾰλη Medium diacritics: σπατάλη Low diacritics: σπατάλη Capitals: ΣΠΑΤΑΛΗ
Transliteration A: spatálē Transliteration B: spatalē Transliteration C: spatali Beta Code: spata/lh

English (LSJ)

ἡ,

   A wantonness, luxury, LXX Si.27.13, AP11.17 (Nicarch.); χρυσομανὴς σ. ib.5.301.2 (Agath.); of a dainty feast, Luc.Epigr.50, AP7.206 (Damoch.); of ornaments, ταρσῶν χρυσοφόρος σ., i.e. anklets, ib.5.26 (Rufin.), cf. 270 (Maced.).    II bracelet, SIG1184.1 (Cnidus, iii B.C.), cf. AP6.74 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 918] ἡ, Schwelgerei, Luxus, bes. im Essen und Trinken; χρυσομανής, Agath. 3 (V, 302); χεῖρα περισφίγξω χρυσοδέτῳ σπατάλῃ, Armband, 27 (VI, 74), vgl. σπατάλιον; χρυσοφόρος ταρσῶν, Rufin. 37 (V, 27), ein Schmuck der Füße.

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰτάλη: ἡ, ἀκολασία, ἀσωτία, δαπάνη ὑπερβολική, Ἀνθ. Π. 11. 17, Ἐβδ. (Σειρὰχ ΚΖ΄, 13)· ἐπὶ συμποσίου πλήρους ἡδυσμάτων, Ἀνθ. Π. 7. 206., 11. 402· ἐπὶ κοσμημάτων, χρυσομανὴς σπ. αὐτόθι 5. 302· χρυσόδετος σπ., δηλ. ψέλλιον, αὐτόθι 5. 27, πρβλ. 271. (Ἐντεῦθεν καὶ σπαταλάω, σπατάλημα, σπατάλιον, κτλ.).