σαφηνής: Difference between revisions
(13_5) |
(6_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0866.png Seite 866]] ές, dor. [[σαφανής]]; Pind. τὸ σαφανὲς κατέφρασεν, Ol. 11, 55; [[λόγος]] κρατεῖ [[σαφηνής]], Aesch. Pers. 724, vgl. 626; σαφηνῆ φωνῶ, Soph. Trach. 888; = [[σαφής]]. – Adv. σαφηνῶς, Theogn. 963; ion. [[σαφηνέως]], oft bei Her., der das adj. gar nicht braucht, [[σαφηνέως]] εἰπεῖν, λέγεσθαι, ἐξαγγέλλεσθαι, deutlicher-, vernehmlicherweise, 1, 140. 3, 122. 6, 82. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0866.png Seite 866]] ές, dor. [[σαφανής]]; Pind. τὸ σαφανὲς κατέφρασεν, Ol. 11, 55; [[λόγος]] κρατεῖ [[σαφηνής]], Aesch. Pers. 724, vgl. 626; σαφηνῆ φωνῶ, Soph. Trach. 888; = [[σαφής]]. – Adv. σαφηνῶς, Theogn. 963; ion. [[σαφηνέως]], oft bei Her., der das adj. gar nicht braucht, [[σαφηνέως]] εἰπεῖν, λέγεσθαι, ἐξαγγέλλεσθαι, deutlicher-, vernehmlicherweise, 1, 140. 3, 122. 6, 82. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σᾰφηνής''': Δωρικ. -ᾱνής, ές, = [[σαφής]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 634, 738, Σοφ. Τρ. 892· τὸ σαφανές, ἡ ἁπλῆ καὶ καθαρὰ [[ἀλήθεια]], Πινδ. Ο. 10 (11). 67· - παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Χο. 197, ἡ τῶν Ἀντιγρ. γραφὴ σαφηνῆ παρουσιάζει δυσκολίας· ὁ Paley ἀναγινώσκει ’σαφήνει, σαφῶς ἐδήλου, ἐσαφήνιζεν· ὁ δὲ Schütz σαφ’ ἦν μοι, ἦτο φανερὸν εἰς ἐμέ, ὡς τὸ ἦν σαφῶς ἐν Ἀγ. 1636. Ἐπίρρ. -νῶς, Θέογν. 957· Ἰωνικ. -νέως, ἐν Ἡροδ. ([[ὅστις]] [[οὐδαμοῦ]] ἔχει τὸ ἐπίθετ.) [[μετὰ]] τῶν ῥημάτων: εἰπεῖν, λέγεσθαι, ἐξαγγέλεσθαι, 1. 140., 3. 122., 6. 82· τὰ λοιπὰ σοι [[φράσσω]] σ. Αἰσχύλ. Πρ. 781. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:53, 5 August 2017
English (LSJ)
Dor. -ᾱνής, ές,
A = σαφής, Id.Pers.635 (lyr.), 738 (troch.), S.Tr.892; τὸ σ. the plain truth, Pi.O.10(11).55: σαφήνη is corrupt in A.Ch.197, cf. foreg. Adv. -νῶς Thgn.963 (but -νέως is the better reading); Ion. -νέως Hdt. (who never has the Adj.), with the Verbs εἰπεῖν, λέγεσθαι, ἐξαγγέλλεσθαι, 1.140, 3.122, 6.82; τὰ λοιπά σοι φράσω σ. A.Pr.781.
German (Pape)
[Seite 866] ές, dor. σαφανής; Pind. τὸ σαφανὲς κατέφρασεν, Ol. 11, 55; λόγος κρατεῖ σαφηνής, Aesch. Pers. 724, vgl. 626; σαφηνῆ φωνῶ, Soph. Trach. 888; = σαφής. – Adv. σαφηνῶς, Theogn. 963; ion. σαφηνέως, oft bei Her., der das adj. gar nicht braucht, σαφηνέως εἰπεῖν, λέγεσθαι, ἐξαγγέλλεσθαι, deutlicher-, vernehmlicherweise, 1, 140. 3, 122. 6, 82.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰφηνής: Δωρικ. -ᾱνής, ές, = σαφής, Αἰσχύλ. Πέρσ. 634, 738, Σοφ. Τρ. 892· τὸ σαφανές, ἡ ἁπλῆ καὶ καθαρὰ ἀλήθεια, Πινδ. Ο. 10 (11). 67· - παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Χο. 197, ἡ τῶν Ἀντιγρ. γραφὴ σαφηνῆ παρουσιάζει δυσκολίας· ὁ Paley ἀναγινώσκει ’σαφήνει, σαφῶς ἐδήλου, ἐσαφήνιζεν· ὁ δὲ Schütz σαφ’ ἦν μοι, ἦτο φανερὸν εἰς ἐμέ, ὡς τὸ ἦν σαφῶς ἐν Ἀγ. 1636. Ἐπίρρ. -νῶς, Θέογν. 957· Ἰωνικ. -νέως, ἐν Ἡροδ. (ὅστις οὐδαμοῦ ἔχει τὸ ἐπίθετ.) μετὰ τῶν ῥημάτων: εἰπεῖν, λέγεσθαι, ἐξαγγέλεσθαι, 1. 140., 3. 122., 6. 82· τὰ λοιπὰ σοι φράσσω σ. Αἰσχύλ. Πρ. 781.