κάλυξ: Difference between revisions

From LSJ

γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon

Menander, Monostichoi, 205
(13_7_1)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1314.png Seite 1314]] υκος, ἡ (mit [[καλύπτω]] zusammenhangend), eigtl. eine Hülle, in der Etwas verschlossen liegt, dah. die Blüthenknospe, der die Blume umschließende Blumenkelch, bes. die Rosenknospe; H. h. Cer. 428; Her. 2, 92; ῥόδων καλύκεσσι Plat. ep. 29 (Plan. 210), [[μᾶλλον]] καλύκων ἐρυθαίνετο Strat. 7 (XII, 8), öfter in der Anth.; Theocr. 3, 23; Arist. H. A. 5, 22 φέρει ἀπὸ πάντων ἡ [[μέλιττα]], ὅσα ἐν κάλυκι ἀνθεῖ Vom Frucht- oder Samenkelche der Hirse, Her. 3, 100; [[στάχυς]] ἐν κάλυκι Plut. Eum. 6. Allgemeiner von der Saat, Διὸς νότῳ γανᾷ σπορητὸς κάλυκος ἐν λοχεύμασι Aesch. Ag. 1365; [[πόλις]] φθίνουσα μὲν κάλυξιν ἐγκάρποις χθονός Soph. O. R. 25, der Pflanzenkeim; ἐκ κάλυκος αὐξανόμενον καρπὸν ἀποβόσκεται Ar. Av. 1065. – Bei Hom. Il. 18, 401 werden κάλυκες als ein von Hephästus, also aus Metall gearbeiteter Theil des Frauenschmucks erwähnt, vielleicht knospenförmige Ohrgehänge od. nach Eust. Ringe.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1314.png Seite 1314]] υκος, ἡ (mit [[καλύπτω]] zusammenhangend), eigtl. eine Hülle, in der Etwas verschlossen liegt, dah. die Blüthenknospe, der die Blume umschließende Blumenkelch, bes. die Rosenknospe; H. h. Cer. 428; Her. 2, 92; ῥόδων καλύκεσσι Plat. ep. 29 (Plan. 210), [[μᾶλλον]] καλύκων ἐρυθαίνετο Strat. 7 (XII, 8), öfter in der Anth.; Theocr. 3, 23; Arist. H. A. 5, 22 φέρει ἀπὸ πάντων ἡ [[μέλιττα]], ὅσα ἐν κάλυκι ἀνθεῖ Vom Frucht- oder Samenkelche der Hirse, Her. 3, 100; [[στάχυς]] ἐν κάλυκι Plut. Eum. 6. Allgemeiner von der Saat, Διὸς νότῳ γανᾷ σπορητὸς κάλυκος ἐν λοχεύμασι Aesch. Ag. 1365; [[πόλις]] φθίνουσα μὲν κάλυξιν ἐγκάρποις χθονός Soph. O. R. 25, der Pflanzenkeim; ἐκ κάλυκος αὐξανόμενον καρπὸν ἀποβόσκεται Ar. Av. 1065. – Bei Hom. Il. 18, 401 werden κάλυκες als ein von Hephästus, also aus Metall gearbeiteter Theil des Frauenschmucks erwähnt, vielleicht knospenförmige Ohrgehänge od. nach Eust. Ringe.
}}
{{ls
|lstext='''κάλυξ''': ᾰ, ῠκος, ἡ, [[ὡσαύτως]], ὁ, Διοσκ. 2. 172· ([[καλύπτω]])· ― [[κάλυμμα]], [[σκέπασμα]], [[περικάρπιον]], ἐν χρήσει μόνον ἐπὶ ἀνθέων καὶ καρπῶν: 1) ἡ [[θήκη]] τῶν σπόρων τοῦ ἐνύδρου κρίνου, «ἔστι δὲ καὶ ἄλλα κρίνεα ῥόδοισι ἐμφερέα, ἐν τῷ ποταμῷ γινόμενα.. ἐξ ὧν ὁ [[καρπὸς]] ἐν [[ἄλλῃ]] κάλυκι παραφυομένῃ ἐκ τῆς ῥίζης γίνεται» Ἡρόδ. 2. 92· τῆς ὀρύζης, ὁ αὐτ. 3. 100· τοῦ σίτου, πρὶν ἐν τῇ κάλυκι γένηται ἡ [[στάχυς]] Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 2, 4, πρβλ. 8. 4, 3· κάλυκος ἐν λοχεύμασι, δηλ. [[ὅταν]] ἀρχίσῃ νὰ «δένῃ» ὁ καρπός. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1392, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 25, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1065, 2) ἡ [[κάλυξ]] τοῦ ἄνθους, τὸ μὴ ἐκπετασθὲν ἔτι [[ἄνθος]], ἀνεμωνῶν κάλυξι.. ἠριναῖς Κρατῖνος ἐν «Μαλθ.» 1· ὅσα ἐν κάλυκι ἀνθεῖ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 8, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 3· παρὰ ποιηταῖς, ὁ «κοντζὲς» (Τουρκ.), ὁ «κοντζὲς» τοῦ ῥόδου, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 427, Θεόκρ. 3. 23, πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 8, κτλ.: ― μεταφ., σταθερὰ.. [[κάλυξ]] νεαρᾶς ἥβης Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 74. ΙΙ. Ἐν Ἰλ. Σ. 401, κάλυκες [[εἶναι]] κοσμήματα γυναικεῖα, περὶ ὧν οὐδὲν [[ἄλλο]] γινώσκομεν εἰμὴ μόνον ὅτι ἦσαν κατεσκευασμένα ἐκ μετάλλου καὶ ἔργα τοῦ Ἡφαίστου, [[ἴσως]] ἐνώτια ἔχοντα [[σχῆμα]] [[καλύκων]], πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 87, 164. ― Παρὰ μεταγενεστ. ἐκφέρεται καὶ κατ’ ἀρσεν. γένος, ὡς π.χ. παρὰ Διοσκορίδῃ, παρὰ Μιχ. Ψελλῷ, παρὰ Νικάνδρῳ κλ., ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 362 κἑξ.
}}
}}

Revision as of 10:53, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλυξ Medium diacritics: κάλυξ Low diacritics: κάλυξ Capitals: ΚΑΛΥΞ
Transliteration A: kályx Transliteration B: kalyx Transliteration C: kalyks Beta Code: ka/luc

English (LSJ)

[ᾰ], ῠκος, ἡ, also ὁ v.l. in Dsc.2.143: (perh. cogn. with καλύπτω):—

   A covering, used only of flowers and fruits:    1 seed-vessel, husk, shell or pod, of the water-lily, Hdt.2.92; of rice, Id.3.100; of wheat, πρὶν ἂν ἐν τῇ κάλυκι γένηται [ἡ στάχυς] Thphr.HP8.2.4, cf. 8.4.3; κάλυκος ἐν λοχεύμασι, i.e. when the fruit is setting, A.Ag. 1392, cf. S.OT25, Ar.Av.1065 (lyr.).    2 cup or calyx of a flower, ἀνεμωνῶν κάλυξι . . ἠριναῖς Cratin.98; κισσοῖο καλύκεσσι Theoc.3.23; ὅσα ἐν κάλυκι ἀνθεῖ Arist.HA554a12; [φύλλοις] τοῖς τῶν ῥόδων ὅταν ἐν κάλυξιν ὦσι Thphr.HP4.10.3; ῥόδου κ. ibid.; so in Poets, rosebud, h.Cer.427, AP12.8 (Strato), etc.: metaph., σταθερὰ . . κ. νεαρᾶς ἥβης Ar.Fr.467.    II in pl., women's ornaments, perh. ear-rings shaped like flower cups, Il.18.401 (other expl. in Sch.), cf. h.Ven. 87.    III = ἄγχουσα, Dsc.4.23.

German (Pape)

[Seite 1314] υκος, ἡ (mit καλύπτω zusammenhangend), eigtl. eine Hülle, in der Etwas verschlossen liegt, dah. die Blüthenknospe, der die Blume umschließende Blumenkelch, bes. die Rosenknospe; H. h. Cer. 428; Her. 2, 92; ῥόδων καλύκεσσι Plat. ep. 29 (Plan. 210), μᾶλλον καλύκων ἐρυθαίνετο Strat. 7 (XII, 8), öfter in der Anth.; Theocr. 3, 23; Arist. H. A. 5, 22 φέρει ἀπὸ πάντων ἡ μέλιττα, ὅσα ἐν κάλυκι ἀνθεῖ Vom Frucht- oder Samenkelche der Hirse, Her. 3, 100; στάχυς ἐν κάλυκι Plut. Eum. 6. Allgemeiner von der Saat, Διὸς νότῳ γανᾷ σπορητὸς κάλυκος ἐν λοχεύμασι Aesch. Ag. 1365; πόλις φθίνουσα μὲν κάλυξιν ἐγκάρποις χθονός Soph. O. R. 25, der Pflanzenkeim; ἐκ κάλυκος αὐξανόμενον καρπὸν ἀποβόσκεται Ar. Av. 1065. – Bei Hom. Il. 18, 401 werden κάλυκες als ein von Hephästus, also aus Metall gearbeiteter Theil des Frauenschmucks erwähnt, vielleicht knospenförmige Ohrgehänge od. nach Eust. Ringe.

Greek (Liddell-Scott)

κάλυξ: ᾰ, ῠκος, ἡ, ὡσαύτως, ὁ, Διοσκ. 2. 172· (καλύπτω)· ― κάλυμμα, σκέπασμα, περικάρπιον, ἐν χρήσει μόνον ἐπὶ ἀνθέων καὶ καρπῶν: 1) ἡ θήκη τῶν σπόρων τοῦ ἐνύδρου κρίνου, «ἔστι δὲ καὶ ἄλλα κρίνεα ῥόδοισι ἐμφερέα, ἐν τῷ ποταμῷ γινόμενα.. ἐξ ὧν ὁ καρπὸς ἐν ἄλλῃ κάλυκι παραφυομένῃ ἐκ τῆς ῥίζης γίνεται» Ἡρόδ. 2. 92· τῆς ὀρύζης, ὁ αὐτ. 3. 100· τοῦ σίτου, πρὶν ἐν τῇ κάλυκι γένηται ἡ στάχυς Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 2, 4, πρβλ. 8. 4, 3· κάλυκος ἐν λοχεύμασι, δηλ. ὅταν ἀρχίσῃ νὰ «δένῃ» ὁ καρπός. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1392, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 25, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1065, 2) ἡ κάλυξ τοῦ ἄνθους, τὸ μὴ ἐκπετασθὲν ἔτι ἄνθος, ἀνεμωνῶν κάλυξι.. ἠριναῖς Κρατῖνος ἐν «Μαλθ.» 1· ὅσα ἐν κάλυκι ἀνθεῖ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 8, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 3· παρὰ ποιηταῖς, ὁ «κοντζὲς» (Τουρκ.), ὁ «κοντζὲς» τοῦ ῥόδου, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 427, Θεόκρ. 3. 23, πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 8, κτλ.: ― μεταφ., σταθερὰ.. κάλυξ νεαρᾶς ἥβης Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 74. ΙΙ. Ἐν Ἰλ. Σ. 401, κάλυκες εἶναι κοσμήματα γυναικεῖα, περὶ ὧν οὐδὲν ἄλλο γινώσκομεν εἰμὴ μόνον ὅτι ἦσαν κατεσκευασμένα ἐκ μετάλλου καὶ ἔργα τοῦ Ἡφαίστου, ἴσως ἐνώτια ἔχοντα σχῆμα καλύκων, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 87, 164. ― Παρὰ μεταγενεστ. ἐκφέρεται καὶ κατ’ ἀρσεν. γένος, ὡς π.χ. παρὰ Διοσκορίδῃ, παρὰ Μιχ. Ψελλῷ, παρὰ Νικάνδρῳ κλ., ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 362 κἑξ.