πειρητίζω: Difference between revisions
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
(13_6a) |
(6_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0547.png Seite 547]] ep. = [[πειράω]], nur praes. u. impf., <b class="b2">versuchen</b>, erproben, prüfen; absol., Il. 15, 615 Od. 24, 221; m. d. inf., Il. 12, 257; – c. gen., die Person ausforschen, Od. 14, 459. 15, 304. 16, 313; auch Jemandes Kräfte im Kampf erproben, sich mit ihm messen, Il. 7, 235; u. dem gen. der Sache, σθένεος καὶ ἀλκῆς, Od. 22, 237, τόξου, 21, 124. 149. – Selten c. accus., στίχας ἀνδρῶν, im feindlichen Sinne, die Schaaren im Kampfe versuchen, den Kampf mit ihnen aufnehmen, Il. 12, 47. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0547.png Seite 547]] ep. = [[πειράω]], nur praes. u. impf., <b class="b2">versuchen</b>, erproben, prüfen; absol., Il. 15, 615 Od. 24, 221; m. d. inf., Il. 12, 257; – c. gen., die Person ausforschen, Od. 14, 459. 15, 304. 16, 313; auch Jemandes Kräfte im Kampf erproben, sich mit ihm messen, Il. 7, 235; u. dem gen. der Sache, σθένεος καὶ ἀλκῆς, Od. 22, 237, τόξου, 21, 124. 149. – Selten c. accus., στίχας ἀνδρῶν, im feindlichen Sinne, die Schaaren im Kampfe versuchen, den Kampf mit ihnen aufnehmen, Il. 12, 47. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πειρητίζω''': Ἐπικ. [[τύπος]] τοῦ [[πειράω]], ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. κ. παρατ., [[δοκιμάζω]], [[ἐξετάζω]], ἀπολ., Ἰλ. Ο. 615, Ὀδ. Ω. 221· μετ’ ἀπαρ. ῥήγνυσθαι μέγα [[τεῖχος]].. πειρήτιζον Ἰλ. Μ. 257· - πλήκτρῳ ἐπειρήτιζε, ἤγγιζε τὰς χορδὰς δι’ [[αὐτοῦ]], Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 53. 419. ΙΙ. [[μετὰ]] γεν. προσ., [[δοκιμάζω]] τινά, συβώτεω πειρητίζων Ὀδ. Ξ. 459· συβώτεω π., εἴ μιν ἔτ’ [[ἐνδυκέως]] φιλέοι Ο. 304· [[ὡσαύτως]], [[δοκιμάζω]] τὰς δυνάμεις τινὸς (ἐν μάχῃ), [[μήτι]] μευ, ἠΰτε παιδός.., πειρήτιζε Ἰλ. Η. 235· πρβλ. [[πειράω]] β. ΙΙ. 1. 2) [[μετὰ]] γεν. πράγμ., σθένεος καὶ ἀλκῆς Ὀδ. Χ. 237· τόξου Φ. 124, 149· πρβλ. [[πειράω]] Β. ΙΙ. 2. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ. π. στίχας ἀνδρῶν, [[δοκιμάζω]], δηλ. [[προσβάλλω]] τὰς τάξεις Ἰλ. Μ. 47. 2) π. γυναῖκα Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 16. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:57, 5 August 2017
English (LSJ)
Ep. form of πειράω, only pres. and impf.,
A attempt, try, prove, abs., Il.15.615, Od.24.221 : c. inf., ῥήγνυσθαι μέγα τεῖχος . . πειρήτιζον Il. 12.257 ; πλήκτρῳ ἐπειρήτιζε touched the strings with it, h.Merc.53,419. II c. gen. pers., make trial of, συβώτεω πειρητίζων εἰ . . Od.14.459 ; συβώτεω π., ἤ μιν ἔτ' ἐνδυκέως φιλέοι . . ἦ . . 15.304; μή τί μευ, ἠΰτε παιδός... πειρήτιζε Il.7.235. 2 c. gen. rei, σθένεος καὶ ἀλκῆς Od.22.237 ; τόξου 21.124, 149. III c. acc., στίχας ἀνδρῶν π. attempt, i.e. attack, the lines, Il.12.47.
German (Pape)
[Seite 547] ep. = πειράω, nur praes. u. impf., versuchen, erproben, prüfen; absol., Il. 15, 615 Od. 24, 221; m. d. inf., Il. 12, 257; – c. gen., die Person ausforschen, Od. 14, 459. 15, 304. 16, 313; auch Jemandes Kräfte im Kampf erproben, sich mit ihm messen, Il. 7, 235; u. dem gen. der Sache, σθένεος καὶ ἀλκῆς, Od. 22, 237, τόξου, 21, 124. 149. – Selten c. accus., στίχας ἀνδρῶν, im feindlichen Sinne, die Schaaren im Kampfe versuchen, den Kampf mit ihnen aufnehmen, Il. 12, 47.
Greek (Liddell-Scott)
πειρητίζω: Ἐπικ. τύπος τοῦ πειράω, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. κ. παρατ., δοκιμάζω, ἐξετάζω, ἀπολ., Ἰλ. Ο. 615, Ὀδ. Ω. 221· μετ’ ἀπαρ. ῥήγνυσθαι μέγα τεῖχος.. πειρήτιζον Ἰλ. Μ. 257· - πλήκτρῳ ἐπειρήτιζε, ἤγγιζε τὰς χορδὰς δι’ αὐτοῦ, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 53. 419. ΙΙ. μετὰ γεν. προσ., δοκιμάζω τινά, συβώτεω πειρητίζων Ὀδ. Ξ. 459· συβώτεω π., εἴ μιν ἔτ’ ἐνδυκέως φιλέοι Ο. 304· ὡσαύτως, δοκιμάζω τὰς δυνάμεις τινὸς (ἐν μάχῃ), μήτι μευ, ἠΰτε παιδός.., πειρήτιζε Ἰλ. Η. 235· πρβλ. πειράω β. ΙΙ. 1. 2) μετὰ γεν. πράγμ., σθένεος καὶ ἀλκῆς Ὀδ. Χ. 237· τόξου Φ. 124, 149· πρβλ. πειράω Β. ΙΙ. 2. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ. π. στίχας ἀνδρῶν, δοκιμάζω, δηλ. προσβάλλω τὰς τάξεις Ἰλ. Μ. 47. 2) π. γυναῖκα Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 16.