ἀμφαδόν: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it

Source
(13_4)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0133.png Seite 133]] (vgl. [[ἀναφανδόν]]), öffentlich, unverhohlen, eigentl. accus. neutr. sing. (vgl. [[ἀμφαδά]]); Hom. sechsmal, ἢ ἀμφαδὸν ἦε [[κρυφηδόν]] Od. 14, 330. 19, 299, ήὲ δόλῳ ἢ [[ἀμφαδόν]] Od. 1, 296. 11, 120, Gegstz [[λάθρῃ]] Iliad. 7, 243, ohne Gegstz Iliad. 9, 370.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0133.png Seite 133]] (vgl. [[ἀναφανδόν]]), öffentlich, unverhohlen, eigentl. accus. neutr. sing. (vgl. [[ἀμφαδά]]); Hom. sechsmal, ἢ ἀμφαδὸν ἦε [[κρυφηδόν]] Od. 14, 330. 19, 299, ήὲ δόλῳ ἢ [[ἀμφαδόν]] Od. 1, 296. 11, 120, Gegstz [[λάθρῃ]] Iliad. 7, 243, ohne Gegstz Iliad. 9, 370.
}}
{{ls
|lstext='''ἀμφᾰδόν''': ἐπίρρ. ποιητ. ἀντὶ ἀναφαδόν = ἀναφανδὸν ([[ἀμφανδόν]]) = [[δημοσίᾳ]], φανερῶς, [[ἄνευ]] προφυλάξεως ἢ ἀποκρύψεως, ἀντίθετον τῷ [[λάθρῃ]] Ἰλ. Π. 213· τῷ κρυφηδὸν Ὀδ. Ξ. 330· τῷ δόλῳ Α. 296: ἀμφαδὸν βαλέειν, κτείνειν, ἀγορεύειν, εἰπεῖν Ὅμ.―Φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] τὸ οὐδέτερον ἐπιθέτου ἀμφαδός, ή, όν, [[ὅπερ]] ἀπαντᾷ ἐν Ὀδ. Τ. 391, μὴ ἀμφαδὰ ἔργα γένοιτο, [[μήπως]] ἀνακαλυφθῶσι, γνωσθῶσιν. Ὑπάρχει [[τύπος]] ἀμφαδὴν παρ’ Ἀρχιλ. 60.
}}
}}

Revision as of 10:58, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφᾰδόν Medium diacritics: ἀμφαδόν Low diacritics: αμφαδόν Capitals: ΑΜΦΑΔΟΝ
Transliteration A: amphadón Transliteration B: amphadon Transliteration C: amfadon Beta Code: a)mfado/n

English (LSJ)

Adv., poet. for ἀναφαδόν

   A = ἀναφανδόν (ἀμφανδόν), publicly, openly, without disguise, opp. λάθρη, βαλέειν Il.7.243; opp. κρυφηδόν, Od.14.330; opp. δόλῳ, κτείνειν 1.296; ἀ. πάντ' ἀγορεύειν Il.9.370; ὡς ἀ πέπραγα πανταχῇ καλῶς Ion Trag. ap. Phot.p.98 R.—Prop. neut. of Adj. ἀμφαδός, ή, όν, which occurs in Od.19.391 μὴ ἀμφαδὰ ἔργα γένοιτο discovered, known, cf. A.R.3.615.

German (Pape)

[Seite 133] (vgl. ἀναφανδόν), öffentlich, unverhohlen, eigentl. accus. neutr. sing. (vgl. ἀμφαδά); Hom. sechsmal, ἢ ἀμφαδὸν ἦε κρυφηδόν Od. 14, 330. 19, 299, ήὲ δόλῳ ἢ ἀμφαδόν Od. 1, 296. 11, 120, Gegstz λάθρῃ Iliad. 7, 243, ohne Gegstz Iliad. 9, 370.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφᾰδόν: ἐπίρρ. ποιητ. ἀντὶ ἀναφαδόν = ἀναφανδὸν (ἀμφανδόν) = δημοσίᾳ, φανερῶς, ἄνευ προφυλάξεως ἢ ἀποκρύψεως, ἀντίθετον τῷ λάθρῃ Ἰλ. Π. 213· τῷ κρυφηδὸν Ὀδ. Ξ. 330· τῷ δόλῳ Α. 296: ἀμφαδὸν βαλέειν, κτείνειν, ἀγορεύειν, εἰπεῖν Ὅμ.―Φαίνεται ὅτι εἶναι τὸ οὐδέτερον ἐπιθέτου ἀμφαδός, ή, όν, ὅπερ ἀπαντᾷ ἐν Ὀδ. Τ. 391, μὴ ἀμφαδὰ ἔργα γένοιτο, μήπως ἀνακαλυφθῶσι, γνωσθῶσιν. Ὑπάρχει τύπος ἀμφαδὴν παρ’ Ἀρχιλ. 60.