ἀνδρών: Difference between revisions

From LSJ

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276
(13_4)
(6_22)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0219.png Seite 219]] ῶνος, ὁ, Wohn- u. Speisezimmer der Männer, Aesch. Ag. 235 Ch. 701; Xen. Conv. 1, 4; Ar. Eccl. 676 τὰ δικαστήρια καὶ τὰς στοὰς ἀνδρῶνας πάντα ποιήσω, zu Speisesälen machen, komisch im Munde der Frauen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0219.png Seite 219]] ῶνος, ὁ, Wohn- u. Speisezimmer der Männer, Aesch. Ag. 235 Ch. 701; Xen. Conv. 1, 4; Ar. Eccl. 676 τὰ δικαστήρια καὶ τὰς στοὰς ἀνδρῶνας πάντα ποιήσω, zu Speisesälen machen, komisch im Munde der Frauen.
}}
{{ls
|lstext='''ἀνδρών''': -ῶνος, ὁ, τὸ διὰ τοὺς ἄνδρας διαμέρισμα τῆς οἰκίας, ἡ [[αἴθουσα]] τῶν συμποσίον, ἢ τὸ [[δειπνητήριον]], κτλ., Ἡρόδ. (ἴδε κατωτ.), κτλ.· εὐτράπεζοι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 243, εὔξενοι, Χο. 712, Εὐρ., Ξεν., κτλ.· Ἰων. ἀνδρεὼν Ἡρόδ. 1. 34., 3. 77, καὶ ἀλλ.· Ἐπ. ἀνδρειὼν Ἀνθ. Π. 9. 332: - [[ὡσαύτως]] ἀνδρωνῖτις, ιδος, ἡ, Λυσ. 92. 29, Ξεν. Οἰκ. 9. 6: - ἀντιτίθενται τὰ [[γυναικών]], [[γυναικωνῖτις]]. ΙΙ. παρὰ Ρωμαίοις, [[δίοδος]] μεταξὺ δύο αὐλῶν τῆς οἰκίας, Βιτρούβ. 6. 10 § 52.
}}
}}

Revision as of 11:03, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδρών Medium diacritics: ἀνδρών Low diacritics: ανδρών Capitals: ΑΝΔΡΩΝ
Transliteration A: andrṓn Transliteration B: andrōn Transliteration C: andron Beta Code: a)ndrw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ,

   A men's apartment in a house, banqueting-hall, Hdt. (v. infr., usually ἀνδρέων, e.g. Hdt. 1.34, al., IG 14.291 (Segesta), etc.; similarly Ep. ἀνδρείων.) εὐτράπεζοι, εὔξενοι, A.Ag.244, Ch.712, cf. E.HF954, X.Smp.1.4, etc. ἀνδρεών (q.v.); Ep. ἀνδρ-ειών (q.v.).

German (Pape)

[Seite 219] ῶνος, ὁ, Wohn- u. Speisezimmer der Männer, Aesch. Ag. 235 Ch. 701; Xen. Conv. 1, 4; Ar. Eccl. 676 τὰ δικαστήρια καὶ τὰς στοὰς ἀνδρῶνας πάντα ποιήσω, zu Speisesälen machen, komisch im Munde der Frauen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρών: -ῶνος, ὁ, τὸ διὰ τοὺς ἄνδρας διαμέρισμα τῆς οἰκίας, ἡ αἴθουσα τῶν συμποσίον, ἢ τὸ δειπνητήριον, κτλ., Ἡρόδ. (ἴδε κατωτ.), κτλ.· εὐτράπεζοι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 243, εὔξενοι, Χο. 712, Εὐρ., Ξεν., κτλ.· Ἰων. ἀνδρεὼν Ἡρόδ. 1. 34., 3. 77, καὶ ἀλλ.· Ἐπ. ἀνδρειὼν Ἀνθ. Π. 9. 332: - ὡσαύτως ἀνδρωνῖτις, ιδος, ἡ, Λυσ. 92. 29, Ξεν. Οἰκ. 9. 6: - ἀντιτίθενται τὰ γυναικών, γυναικωνῖτις. ΙΙ. παρὰ Ρωμαίοις, δίοδος μεταξὺ δύο αὐλῶν τῆς οἰκίας, Βιτρούβ. 6. 10 § 52.